Η τοποθέτηση υπακρωμιακού αποστάτη ενδείκνυται ακόμα και σε ανθρώπους με συννοσηρότητες, που έχουν υποστεί ανεπανόρθωτη ρήξη. Μελέτες έχουν αποδείξει την αποτελεσματικότητα της μεθόδου, με τα ευρήματα να δείχνουν θεαματική και γρήγορη μείωση των συμπτωμάτων.
«Το στροφικό πέταλο του ώμου είναι μια πολύ σημαντική ομάδα τεσσάρων μικρών μυών που συνδέουν το βραχιόνιο με την ωμοπλάτη. Ο υπερακάνθιος, ο υποπλάτιος, ο υπακάνθιος και ο έλασσον στρογγύλος που το απαρτίζουν ενώνονται ως τένοντες και σχηματίζουν ένα κάλυμμα γύρω από την κεφαλή του βραχιονίου. Ο ρόλος τους είναι η σταθεροποίηση, ο έλεγχος και η κίνηση του ώμου.
Όταν εργάζονται μεμονωμένα, οι μύες αυτοί επιτρέπουν την περιστροφική κίνηση στην άρθρωση του ώμου. Ορισμένες φορές όμως μπορεί να υποστούν ρήξη, δηλαδή να “ξεκολλήσουν” από το οστό, είτε λόγω κάποιου αιφνίδιου τραυματισμού είτε, σε βάθος χρόνου, λόγω επαναλαμβανόμενων μικροτραυματισμών», μας εξηγεί ο ορθοπαιδικός χειρουργός Δρ. Δημήτρης Τριανταφυλλόπουλος, Διευθυντής Ορθοπαιδικής Κλινικής του Ιατρικού Ομίλου Αθηνών, Κλινική Περιστερίου, Διευθυντής του τμήματος αναίμακτης ορθοπαιδικής χειρουργικής.
Οι ρήξεις διακρίνονται σε μερικού και σε ολικού πάχους. Στον πρώτο τύπο ο τένοντας τραυματίζεται αλλά δεν αποκόπτεται, ενώ στον δεύτερο ο τένοντας διαχωρίζεται από το οστό. «Αν και μπορεί να ξεκινήσει με ένα οριακό τέντωμά του, στις περισσότερες περιπτώσεις ο τένοντας αποκόπτεται σταδιακά από τα οστά. Ο ασθενής βιώνει πόνο, αδυναμία και μείωση της λειτουργικότητας του ώμου, συμπτώματα που αυξάνονται σε ένταση αναλόγως της έκτασης της ρήξης. Όταν προκύψει ρήξη ολικού πάχους, δεν δύναται καν να σηκώσει το χέρι του. Οι περισσότεροι δε ασθενείς δεν μπορούν να κοιμηθούν, λόγω του αμείλικτου πόνου.
Οι ρήξεις στροφικού πετάλου του ώμου αντιπροσωπεύουν μία από τις πιο συχνές παθολογικές καταστάσεις της συγκεκριμένης άρθρωσης, με υψηλότερη επίπτωση σε άτομα άνω των 50 ετών. Μάλιστα οι πιθανότητες τραυματισμού αυξάνονται με την πρόοδο της ηλικίας.
Υπάρχουν αρκετές θεραπευτικές επιλογές αρκεί να υπάρχουν οι σωστές ενδείξεις προκειμένου ο ασθενής να απαλλαχθεί από τον πόνο και να αποκατασταθεί η λειτουργικότητα της άρθρωσης. Οι θεραπευτικές επιλογές εξαρτώνται από τα συμπτώματα των ασθενών και τις απαιτήσεις τους. Η ρήξη μπορεί να αντιμετωπιστεί είτε με συντηρητικό πρόγραμμα (φυσικοθεραπεία, φαρμακοθεραπεία, παγοθεραπεία και ενέσιμη θεραπεία) είτε με χειρουργική επέμβαση όταν κριθεί απαραίτητο, με διάφορες μορφές, όπως αρθροσκοπική αποκατάσταση, μερική ανακατασκευή, μεταφορά τένοντα και ανάστροφη ολική αρθροπλαστική ώμου.
Όταν η συντηρητική θεραπεία αποτυγχάνει, η επεμβατική αντιμετώπιση ενδείκνυται για τη μείωση του πόνου, την αποκατάσταση της λειτουργίας των ώμων και τη μείωση της πιθανότητας της αρθροπάθειας του στροφικού πετάλου, η οποία μπορεί να προκαλέσει προοδευτική καταστροφή της γληναιοβραχιόνιας άρθρωσης.
Η χειρουργική θεραπεία για συμπτωματικές περιπτώσεις παρέχει άμεση επανασύνδεση του σπασμένου τένοντα. Ωστόσο, αυτό δεν μπορεί να επιτευχθεί όταν η ρήξη εξελίσσεται σε μια ανεπανόρθωτη βλάβη. «Συχνά, ο όρος ανεπανόρθωτη χρησιμοποιείται λανθασμένα και μπερδεύεται με τον όρο μαζική. Όμως, ενώ οι περισσότερες ανεπανόρθωτες ρήξεις μπορούν να είναι μαζικές, δεν συμβαίνει απαραιτήτως και το αντίθετο. Δηλαδή, δεν είναι ανεπανόρθωτες όλες οι μαζικές ρήξεις. Οι ανεπανόρθωτες ρήξεις του στροφικού πετάλου του ώμου χαρακτηρίζονται από σπασμένο και αποσυρμένο (μαζεμένο) τένοντα με συνυπάρχουσα μυϊκή ατροφία και μειωμένη κινητικότητα. Η άμεση αποκατάσταση του ριγμένου τένοντα δεν είναι δυνατή, λόγω της απόσυρσης του τένοντα και της έλλειψης δυνατότητας επούλωσης», διευκρινίζει ο Δρ. Τριανταφυλλόπουλος.
Η επιλογή της βέλτιστης θεραπείας για μαζικές και ανεπανόρθωτες ρήξεις στροφικού πετάλου αποτελεί μεγάλη πρόκληση, καθώς θα πρέπει να συνυπολογιστούν διάφοροι παράγοντες, μεταξύ των οποίων η διάρκεια των συμπτωμάτων, ο τύπος και το μέγεθος της ρήξης και η ποιότητα των μυών. Πρέπει επίσης να λαμβάνονται υπόψη τα χαρακτηριστικά του ασθενούς, όπως η ηλικία, οι συννοσηρότητες και το επίπεδο της δραστηριότητας.
Μια σχετικά νέα μέθοδος θεραπείας για ασθενείς με μαζικές έως ανεπανόρθωτες ρήξεις είναι η τοποθέτηση υπακρωμιακού αποστάτη, δηλαδή ενός μπαλονιού ανάμεσα στο ακρώμιο και την κεφαλή του βραχιονίου. Το μπαλόνι αυτό αποτελείται από ένα συμπολυμερές πολυλακτιδίου και ε-καπρολακτόνης το οποίο βιοαποδομείται εντός 12 μηνών. Η συσκευή έχει σχεδιαστεί για να χρησιμεύει ως φυσικό φράγμα για τη μείωση της υπακρωμιακής τριβής και αποσκοπεί στην αποκατάσταση της κατάλληλης εμβιομηχανικής του ώμου με την τοποθέτηση της κεφαλής του βραχίονα πιο κοντά στην ανατομική του θέση έναντι της γληνοειδούς κοιλότη