Η ανοσολογία του καρκίνου, στο επίκεντρο της μελέτης της πνευμονολόγου και ερευνήτριας του ερευνητικού κέντρου “Αλέξανδρος Φλέμινγκ” Μαρίας Τσουμακίδου, που επιλέχθηκε να χρηματοδοτηθεί από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Έρευνας.
Συγκεκριμένα, η κα Τσουμακίδου μιλώντας στο News4Health ανέφερε λεπτομερώς όλο το ερευνητικό της εγχείρημα για το οποίο και διακρίθηκε.
«Μελετάω την ανοσολογία του καρκίνου μαζί με την ομάδα μου, δηλαδή τον τρόπο με τον οποίο το ανοσοποιητικό σύστημα προσπαθεί να καταπολεμήσει τον καρκίνο γιατί το πρόβλημα με τον καρκίνο δεν είναι μόνο τα καρκινικά κύτταρα που πολλαπλασιάζονται αλλά και το ότι το ανοσοποιητικό τα αφήνει να πολλαπλασιάζονται. Με άλλα λόγια το ανοσοποιητικό βλέπει τα καρκινικά κύτταρα και καταλαβαίνει ότι δεν είναι φυσιολογικά και προσπαθεί να τα εξοντώσει.
Δυστυχώς όμως ο καρκίνος έχει ανακαλύψει μέσα στα πολλά χρόνια τρόπους να διαφεύγει, να ξεγελάει το ανοσοποιητικό σύστημα. Γίνεται μεγάλη προσπάθεια αυτή τη στιγμή από παρα πολλά εργαστήρια στον κόσμο να βρουν τρόπους να δυναμώσουν το ανοσοποιητικό ώστε να μπορέσει να σκοτώσει τα καρκινικά κύτταρα. Πρόκειται για τις γνωστές ανοσοθεραπείες κατά του καρκίνου», ανέφερε χαρακτηριστικά η κα Τσουμακίδου και πρόσθεσε πως «το εργαστήριο μου κάνει λοιπόν μελέτη πάνω σε αυτόν τον τομέα, έχει ανακαλύψει ένα καινούργιο είδος κυττάρων που είναι σημαντικό καθώς βοηθάει άλλα κύτταρα να αναγνωρίσουν τον καρκίνο, δίνουν δηλαδή την πληροφορία που χρειάζονται για να καταλάβουν ότι ο καρκίνος δεν είναι φυσιολογικός, ότι είναι ξένος και πρέπει να τον σκοτώσουν.
Μελετάμε αυτό το κύτταρο, πιστεύουμε και έχουμε δείξει στο εργαστήριο ότι η αύξηση, η ενδυνάμωση αυτού του κυττάρου μπορεί να βελτιώσει την πορεία των όγκων σε ποντίκια, να μειώσει δηλαδή την εξέλιξη των όγκων. Μας χρηματοδοτεί, λοιπόν, το ευρωπαϊκό συμβούλιο έρευνας για να προχωρήσουμε περαιτέρω στην κατανόηση του τρόπου με τον οποίο αυτό το καινούργιο είδος κυττάρων αλληλεπιδρά με άλλα κύτταρα και να βρούμε τελικά τρόπους για να καταφέρουμε να αναπτύξουμε θεραπείες που θα έχουν σαν βάση αυτά τα κύτταρα».
Οι Έλληνες ερευνητές που επιλέχθηκαν από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Έρευνας
Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Έρευνας επέλεξε να χρηματοδοτήσει για ακόμη μια χρονιά 321 ερευνητές, ενισχύοντας τους με 667 εκατ. ευρώ στο πλαίσιο του προγράμματος «Ορίζων Ευρώπη» της ΕΕ.
Συνολικά είχαν υποβληθεί 2.222 προτάσεις προς χρηματοδότηση. Οι 321 που επιλέχθηκαν, αναμένεται να οδηγήσουν στη δημιουργία περίπου 2.000 νέων θέσεων επιστημονικής απασχόλησης για μεταδιδακτορικούς ερευνητές, διδακτορικούς φοιτητές και άλλους συνεργάτες.
Ανάμεσα στους διακεκριμένους ερευνητές με εμπειρία ως και 12 ετών μετά το διδακτορικό τους, επιλέχθηκαν επτά Έλληνες ερευνητές -από τους οποίους δύο δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα και πέντε σε άλλες χώρες.
Συγκεκριμένα, από ελληνικής πλευράς επελέγησαν εκτός από την κα Μαρία Τσουμακίδου (Ερευνητικό Κέντρο Βιοϊατρικών Επιστημών «Αλέξανδρος Φλέμιγκ» Ελλάδας), ο Νικόλαος Μπεκιάρης-Λυμπέρης (Πολυτεχνείο Κρήτης), η Ελένη Τομάζου (Ινστιτούτο Ερευνών Παιδικού Καρκίνου St. Anna Kinderkrebsforschung GmbH - Αυστρία), ο Κώστας Πάντζας (Εθνικό Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών CNRS - Γαλλία),ο Ιωάννης Στεφάνου (Σχολή Ecole Centrale de Nantes - Γαλλία), η Αριστέα Κουκιαδάκη (Πανεπιστήμιο Μάντσεστερ - Βρετανία) και η Μίλκα Σαρρή (Πανεπιστήμιο Κέιμπριτζ - Βρετανία).
Το κριτήριο για να χρησμοδοτηθεί ένας επιστήμονας – Ο βαθμός δυσκολίας
«Το ευρωπαϊκό συμβούλιο έρευνας αποτελείται καθαρά και μόνο από επιστήμονες. Οι επιστήμονες δηλαδή κρίνουν άλλους επιστήμονες. Το μοναδικό κριτήριο για να χρηματοδοτηθεί κάποιος είναι η αριστεία. Οι προτάσεις δηλαδή και οι ερευνητές που θεωρούνται καλύτεροι» ανέφερε χαρακτηριστικά η πνευμονολόγος και ερευνήτρια ερευνητικού κέντρου “Αλέξανδρος Φλέμινγκ”.
Ο βαθμός δυσκολίας για να επιλεχθεί κάποιος επιστήμονας και να χρηματοδοτηθεί για το έργο του από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Έρευνας είναι αρκετά μεγάλος, σύμφωνα με την κα Τσουμακίδου.
Συγκεκριμένα, όπως ανέφερε η ίδια χαρακτηριστικά στο News4Health πρόκειται για κάτι «πολύ δύσκολο» το οποίο «χρειάζεται πολλά χρόνια προσπάθειας και επιμονής».
Επίσης σύμφωνα με την ίδια «δεν είναι εύκολο γιατί θα πρέπει να έχεις μια καινοτόμα ιδέα για να χρηματοδοτηθείς άρα σημαίνει ότι πρέπει να έχεις κάνει στο εργαστήριο σου μια σημαντική αρκετά ανακάλυψη που να θεωρείτε ότι θα αλλάξει κατά κάποιον τρόπο το τρόπο με τον οποίο βλέπουμε και λειτουργούμε σε ένα συγκεκριμένο επιστημονικό πεδίο».
Όσον αφορά την δική της προσπάθεια και τον «αγώνα» που κατέβαλε για να καταφέρει να διακριθεί και να επιλεχθεί από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ανέφερε πως έκανε «τουλάχιστον ένα χρόνο προετοιμασίας» πριν καταθέσει την πρόταση της.
«Όταν κατέθεσα την πρόταση μου συνέχισα να δουλεύω για άλλον ένα χρόνο πάνω στο ίδιο Project για να έχω ακόμη περισσότερες πιθανότητες να επιλεγώ εάν κληθώ να δώσω συνέντευξη, εάν περάσω δηλαδή στην δεύτερη φάση της χρηματοδότησης» είπε χαρακτηριστικά η επιστήμονας και συνέχισε «συνολικά δηλαδή ήταν μια διετή διαδικασία, όπου όλο το 2021 έκανα την προετοιμασία, τον Μάρτιο του 2022 κατέθεσα την πρόταση, τον Ιούλιο έλαβα το μήνυμα ότι θα περάσω σε συνέντευξη τον Νοέμβριο και τα αποτελέσματα ανακοινώθηκαν τον Ιανουάριο του 2023».
Το Ευρωπαϊκό συμβούλιο Έρευνας θεωρείται αξιόπιστο σύστημα; – Υπάρχει αναμονή στις χρηματοδοτήσεις;
Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Έρευνας, σύμφωνα με την κα Τσουμακίδου, «θεωρείτε ότι είναι ένα από τα πιο δίκαια συστήματα γιατί είναι οι ερευνητές που επιλέγουν ερευνητές και δεν υπάρχει κάποιος άλλος που εμπλέκεται σε αυτή τη διαδικασία».
Επίσης, η επιστήμονας ανέφερε πως «ο κύριος εμπνευστής αυτού του σχεδιασμού» ήταν ο πρώτος πρόεδρος του Ευρωπαϊκού συμβουλίου έρευνας, ο Φώτης Καφάτος.
«Χάρη σε αυτόν έχει γίνει ίσως το πιο δυνατό χρηματοδοτικό σύστημα στον κόσμο» ανέφερε χαρακτηριστικά η κα Τσουμακίδου, τονίζοντας πως «κάποιο αντίστοιχο σύστημα δεν υπάρχει πουθενά αλλού ούτε στην Αμερική που να δίνει τόσα πολλά χρήματα σε συγκεκριμένα πρόσωπα».
Το συγκεκριμένο σύστημα κατά την επιστήμονα «είναι προσωπικό, καθώς χρηματοδοτεί τον ίδιο τον ερευνητή και όχι το φορέα, μπορεί δηλαδή να μετακινηθεί σε άλλο φορέα εάν ο ερευνητής το κρίνει απαραίτητο».
Ο σκοπός αυτού του συστήματος είναι να «χρηματοδοτηθούν οι καλύτεροι ερευνητές και να βοηθήσουν ανθρώπους που έχουν έμπνευση και όρεξη για πολύ σκληρή δουλειά να κάνουν με τον καλύτερο τρόπο την έρευνα τους, όπως αυτοί την έχουν φανταστεί, χωρίς κανένα εμπόδιο».
Τέλος, σχετικά με την χρηματοδότηση και για το αν υπάρχει κάποια καθυστέρηση ή αναμονή, η κα Τσουμακίδου ανέφερε πως «τα χρήματα μπαίνουν πολύ σύντομα, σε δόσεις, μόλις υπογραφεί το συμφωνητικό, δηλαδή περίπου σε δύο μήνες θα έχει κατατεθεί η πρώτη δόση».