Οι 2 θεραπείες - που λειτουργούσαν δεσμεύοντας την πρωτεΐνη ακίδα του SARS-CoV-2 για να εξουδετερώσουν την ικανότητα του ιού να μολύνει κύτταρα - ήταν από τα πρώτα φάρμακα που αναπτύχθηκαν νωρίς στην πανδημία.
Μιλάμε για τη θεραπεία αντισωμάτων με το μονοκλωνικό αντίσωμα sotrovimab των GSK και Vir και τη θεραπεία με τα μονοκλωνικά αντισώματα, casirivimab και imdevimab της Regeneron και της Roche. Ο ιός έχει εξελιχθεί και τα νέα δεδομένα από εργαστηριακά τεστ έδειξαν περιορισμένη κλινική ικανότητα έναντι των νέων στελεχών. Ως εκ τούτου, δε συστήνονται πια ούτε και από τον Αμερικάνικο Οργανισμό Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA).
Την Πέμπτη (15/9), οι ειδικοί του ΠΟΥ ανέφεραν ισχυρή σύσταση κατά της χρήσης των δύο θεραπειών σε ασθενείς με COVID-19, αντιστρέφοντας προηγούμενες συστάσεις.
Και οι δύο θεραπείες συνεχίζουν να συνιστώνται για χρήση από την ευρωπαϊκή ρυθμιστική αρχή φαρμάκων (EMA).
Μια άλλη θεραπεία για την COVID που εμφανίστηκε νωρίς στην πανδημία ήταν η αντιική ρεμδεσιβίρη της Gilead (GILD.O) . Ο ΠΟΥ επέκτεινε τη σύστασή του υπό όρους για το φάρμακο, συμβουλεύοντας ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ασθενείς με σοβαρη COVID καθώς και σε μη σοβαρούς ασθενείς με COVID με τον υψηλότερο κίνδυνο νοσηλείας.
Υπάρχουν μερικές υπάρχουσες θεραπείες για τον COVID που παραμένουν χρήσιμες για την καταπολέμηση του ιού και άλλες υπό ανάπτυξη που αναμένεται να ωφελήσουν επίσης τους ασθενείς.