Νέες οφθαλμικές σταγόνες «ανοίγουν τον δρόμο» σε θεραπείες χωρίς βελόνες δίνοντας «ελπίδα» σε ασθενείς που είτε δεν βλέπουν καθόλου είτε αντιμετωπίζουν προβλήματα με τον αμφιβληστροειδή όπως διαβητικό οίδημα της ωχράς κηλίδας.
Δημιουργοί των «σωτήριων» αυτών σταγόνων είναι ο Einar Stefánsson, ένας 71χρονος καθηγητής και χειρουργός υαλοειδούς αμφιβληστροειδούς, ειδικευμένος στις διαβητικές οφθαλμικές παθήσεις και ο συνάδελφόςτου Thorsteinn Loftsson οι οποίοι πέρασαν τρεις δεκαετίες ερευνώντας για την θεραπεία αυτή.
Οι δύο ερευνητές με την προσπάθεια και τον χρόνο που αφιέρωσαν κατάφεραν τελικά να αναπτύξουν έναν νέο τύπο οφθαλμικών σταγόνων με δυνατότητα θεραπείας του διαβητικού οιδήματος της ωχράς κηλίδας (DME), της κύριας αιτίας απώλειας όρασης μεταξύ των ατόμων με διαβήτη.
Το διαβητικό οίδημα της ωχράς κηλίδας, που προκαλείται από τα αιμοφόρα αγγεία που διαρρέουν υγρό στον αμφιβληστροειδή, επηρεάζει περίπου 37 εκατομμύρια ανθρώπους παγκοσμίως κάθε χρόνο.
Πρόβλημα προσβασιμότητας
Μια θεραπεία για το διαβητικό οίδημα της ωχράς κηλίδας υπάρχει ήδη αλλά είναι ακριβή και απαιτεί είτε χειρουργικά εμφυτεύματα είτε ενέσεις στο πίσω μέρος του ματιού που εκτελούνται από εκπαιδευμένους οφθαλμίατρους σε αποστειρωμένο περιβάλλον.
Για τους λόγους αυτούς μέχρι στιγμής, μόνο μια μικρή μειοψηφία ασθενών μπορεί να έχει πρόσβαση σε πλήρεις θεραπείες.
«Είναι εξαιρετικά σημαντικό να μπορούμε να παρέχουμε φάρμακα για τη θεραπεία των τυφλωτικών ασθενειών του αμφιβληστροειδούς με μια μη επεμβατική και απλούστερη προσέγγιση», είπε ο Stefánsson στο EURACTIV κατά τη διάρκεια του European Inventor Award που πραγματοποιήθηκε στη Βαλένθια την περασμένη εβδομάδα, προσθέτοντας ότι «η απλότητα φέρνει και την προσβασιμότητα».
Τα πλεονεκτήματα του νέου φαρμάκου
Το νέο αυτό «ελπιδοφόρο» φάρμακο, το οποίο τώρα υποβάλλεται σε κλινικές δοκιμές με θετικά πρώιμα αποτελέσματα, θα μπορούσε να φτάσει σε εκατομμύρια ανθρώπους που πάσχουν από διαβήτη, οι οποίοι θα μπορούσαν να το αγοράσουν στα τοπικά φαρμακεία και να θεραπεύσουν τον εαυτό τους μόνοι τους χωρίς την βοήθεια κάποιου γιατρού.
«Για μερικούς ανθρώπους, μπορεί να είναι καλό να υπάρχει εναλλακτική λύση στις ενέσεις. Για άλλους ανθρώπους [που δεν έχουν πρόσβαση σε θεραπεία], μπορεί να είναι μια εναλλακτική λύση στη μη θεραπεία», είπε ο Stefánsson.
«Ακόμη μπορεί να προτιμήσετε μια σταγόνα αντί για μια βελόνα στο μάτι σας, σωστά;» αυτός πρόσθεσε.
Τι διαφορετικό έχουν αυτές οι σταγόνες ματιών από τις άλλες
Εξωτερικά, το νέο φάρμακο μοιάζει με τις παραδοσιακές οφθαλμικές σταγόνες, αλλά λειτουργεί με διαφορετικό τρόπο.
Οι συμβατικές οφθαλμικές σταγόνες χορηγούν μόνο ένα μικρό μέρος του φαρμάκου στο μάτι - περίπου 5% - ενώ το υπόλοιπο ξεπλένεται από το στρώμα νερού που προστατεύει την επιφάνεια του ματιού.
Επιπλέον, δεν μπορούν να περάσουν από ένα δεύτερο προστατευτικό στρώμα - ένα λιπιδικό τοίχωμα - και να φτάσουν στον αμφιβληστροειδή.
«Τα περισσότερα μόρια είναι είτε υδρόφιλα είτε λιπόφιλα, τείνουν να μην είναι και τα δύο», εξήγησε ο Stefánsson, προσθέτοντας ότι έπρεπε να βρουν ένα μόριο «δυνατό να διασχίσει δύο φραγμούς που είναι εντελώς διαφορετικοί μεταξύ τους».
Τελικά, οι ερευνητές βρήκαν αυτό που έψαχναν – ένα νανοσωματίδιο φτιαγμένο από κυκλοδεξτρίνες, οι οποίες παράγονται από άμυλο.
«Είναι οκτώ μονάδες γλυκόζης που σχηματίζουν έναν κύλινδρο σαν ντόνατ και το ντόνατ είναι υδατοδιαλυτό εξωτερικά και λιπόφιλο εσωτερικά», είπε ο ερευνητής.
Το μόριο του φαρμάκου που περιέχεται στις οφθαλμικές σταγόνες κρύβεται στην τρύπα του ντόνατ και καταφέρνει να φτάσει στο πίσω μέρος του ματιού αφού διαλυθεί ο κύλινδρος.
«Αυτό που είναι καλό είναι ότι το ντόνατ αποτελείται από μεγάλα υδρόφιλα μόρια που πέπτονται από την άλφα-αμυλάση, το βασικό ένζυμο που χρησιμοποιούμε για τη διάσπαση των υδατανθράκων», είπε ο ερευνητής.
Με λίγα λόγια, το μόριο διασπάται σε γλυκόζη, χωρίς να δημιουργεί άχρηστο προϊόν.
«Και παραδόξως, αυτό ξεκινά ακόμα και από το ίδιο το δακρυϊκό φιλμ», πρόσθεσε ο Stefánsson, αποκαλώντας την εφεύρεση «φιλική τεχνολογία».
Από τη θεωρία στην πράξη
Ο Stefánsson και ο Loftsson εργάστηκαν για περισσότερα από 30 χρόνια για να περάσουν από τη θεωρία στην πράξη.
«Σε 15-20 χρόνια, μελετήσαμε τα "προστατευτικά" φράγματα και καταφέραμε να τα "παραβιάσουμε" ένα προς ένα».
Στη συνέχεια τους πήρε άλλα 10 με 15 χρόνια για να αναπτύξουν ένα φάρμακο που θα μπορούσε να διατεθεί στην αγορά.
«Δεν νομίζω ότι σκέφτηκα ποτέ ότι δεν θα λειτουργούσε. Αλλά ήταν διαφορετικό το ερώτημα αν θα πετυχαίναμε να το φέρουμε στην αγορά», είπε ο Stefánsson, υπογραμμίζοντας τις ρυθμιστικές, οικονομικές πτυχές και τις πτυχές μάρκετινγκ της διάθεσης ενός νέου φαρμάκου στην αγορά.
«Αλλά καταλαβαίνουμε την επιστήμη και την τεχνολογία και ήμασταν σίγουροι για αυτό, αν και αυτά τα πράγματα χρειάζονται πάρα πολύ χρόνο», πρόσθεσε.
Ερωτηθείς ο Stefánsson για το τι τον παρακίνησε να ακολουθήσει έρευνα τριών δεκαετιών για την ανάπτυξη της νέας επιστημονικής τεχνολογίας, είπε:
«Λέω στους μαθητές μου ότι θα αναγνωρίσουν την αλήθεια όταν τη δουν γιατί θα είναι απλή και θα είναι όμορφη».
Πηγή: euractiv