Τα ευρήματα της συγκεκριμένης μελέτης υποδηλώνουν ότι η στόχευση των παραγόντων υγείας και του τρόπου ζωής θα μπορούσε να μειώσει τον κίνδυνο εμφάνισης της πάθησης. Επιπλέον, η μελέτη αντικρούει την ευρέως διαδεδομένη πεποίθηση πως η πρώιμη άνοια οφείλεται μόνο σε γενετικούς παράγοντες.
Οι ερευνητές εντόπισαν ένα ευρύ φάσμα παραγόντων κινδύνου για την πάθηση, η οποία χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση συμπτωμάτων άνοιας πριν από την ηλικία των 65 ετών, με τον καθηγητή Ντέιβιντ Λουέλεν του Πανεπιστημίου του Έξετερ στη Βρετανία, να τονίζει τη σημασία των ευρημάτων, λέγοντας τα εξής: «Υπάρχουν ακόμη πολλά να μάθουμε στη συνεχιζόμενη αποστολή μας να προλάβουμε, να εντοπίσουμε και να θεραπεύσουμε την άνοια σε όλες τις μορφές της με πιο στοχευμένο τρόπο. Για πρώτη φορά διαπιστώνουμε ότι μπορούμε να αναλάβουμε δράση για να μειώσουμε τον κίνδυνο αυτής της εξουθενωτικής πάθησης, μέσω της στόχευσης μιας σειράς διαφορετικών παραγόντων».
Από την πλευρά του ο Δρ. Στίβι Χέντρικς, ερευνητής στο Πανεπιστήμιο του Μάαστριχτ στην Ολλανδία, εξήγησε πως «η πρώιμη έναρξη άνοιας έχει πολύ σοβαρές επιπτώσεις επειδή οι άνθρωποι που πάσχουν από αυτή συνήθως εξακολουθούν να δουλεύουν και να έχουν μια πολυάσχολη ζωή», δήλωσε .
Οι ερευνητές των πανεπιστημίων του Έξετερ και του Μάαστριχτ μελέτησαν τα δεδομένα υγείας περισσότερων από 350.000 ατόμων ηλικίας κάτω των 65 ετών που συμμετείχαν στη μελέτη της UK Biobank στο Ηνωμένο Βασίλειο. Η ομάδα ανέλυσε ένα ευρύ φάσμα παραγόντων κινδύνου, από γενετικές προδιαθέσεις, έως τον τρόπο ζωής και τις περιβαλλοντικές επιδράσεις. Σύμφωνα με τα ευρήματα, η χαμηλότερη εκπαίδευση, τα γονίδια και οι παράγοντες του τρόπου ζωής, όπως η διαταραχή χρήσης αλκοόλ, επίσης αυξάνουν σημαντικά τον κίνδυνο πρώιμης έναρξης άνοιας.
«Η έρευνά μας ανοίγει νέους δρόμους, καθώς εντοπίζει ότι ο κίνδυνος πρώιμης έναρξης άνοιας μπορεί να μειωθεί. Πιστεύουμε ότι αυτό θα μπορούσε να σηματοδοτήσει μια νέα εποχή στις παρεμβάσεις για τη μείωση των νέων περιπτώσεων αυτής της πάθησης», δήλωσε χαρακτηριστικά η Δρ. Τζάνις Ράνσον, ανώτερη ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο του Έξετερ.
«Τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια αυξανόμενη συναίνεση ότι η άνοια συνδέεται με 12 συγκεκριμένους τροποποιήσιμους παράγοντες κινδύνου, όπως το κάπνισμα, η αρτηριακή πίεση και η απώλεια ακοής», δήλωσε η Δρ. Λία Μουρσαλίν, επικεφαλής της κλινικής έρευνας στο Alzheimer’s Research UK το οποίο συγχρηματοδότησε τη μελέτη.
«Είναι πλέον αποδεκτό ότι έως και τέσσερις στις 10 περιπτώσεις άνοιας παγκοσμίως συνδέονται με αυτούς τους παράγοντες. Αυτή η πρωτοποριακή μελέτη ρίχνει σημαντικό και αναγκαίο φως στους παράγοντες που μπορούν να επηρεάσουν τον κίνδυνο πρώιμης έναρξης άνοιας. Αυτό αρχίζει να καλύπτει ένα σημαντικό κενό στις γνώσεις μας. Θα είναι σημαντικό να βασιστούμε σε αυτά τα ευρήματα σε ευρύτερες μελέτες», πρόσθεσε.
Η μελέτη δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό «Jama Neurology».
Πηγή: Independent