Η ίδια ανησυχία επικρατούσε και τον περσινό χειμώνα, ωστόσο η εφαρμογή αυστηρών προληπτικών μέτρων, όπως τήρηση αποστάσεων και υποχρεωτική και καθολική χρήση μάσκας οδήγησαν σε πολύ χαμηλά επίπεδα νόσησης από τη γρίπη και στα δύο ημισφαίρια. Ως εκ τούτου, τα επιδημιολογικά στοιχεία που συλλέχθηκαν σχετικά με την αλληλεπίδραση μεταξύ του COVID-19 και της γρίπης ήταν ελάχιστα.
Έτσι, το ερώτημα παραμένει: Ποιες θα είναι οι συνέπειες της συνύπαρξης κορονοϊού και γρίπης στον πληθυσμό;
Η γρίπη μπορεί να συνοδευτεί από σοβαρές επιπλοκές, ειδικότερα στις μεγαλύτερες ηλικίες και τις ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού. Από την άλλη πλευρά, η COVID-19 έχει εξελιχθεί σε μια εξαιρετικά μεταδοτική ιογενή λοίμωξη που έχει οδηγήσει μέχρι σήμερα σε πολλές εκατοντάδες χιλιάδες θανάτους παγκοσμίως, δοκιμάζοντας την αντοχή των συστημάτων υγειονομικής περίθαλψης σε όλο τον κόσμο.
Τόσο ο ιός της γρίπης A/B όσο και ο SARS-CoV-2 μεταδίδονται με τον ίδιο τρόπο: μέσω στενής επαφής, αναπνευστικών σταγονιδίων και μολυσμένων επιφανειών. Και οι δύο ιοί προκαλούν ένα ευρύ φάσμα ασυμπτωματικών ή ήπιων έως σοβαρών λοιμώξεων, με παρόμοια συμπτώματα.
Συλλοίμωξη: Μεταδοτική για τον SARS-CoV-2 για περισσότερες ημέρες
Τα μέχρι στιγμής δεδομένα από κλινικές μελέτες, αν και περιορισμένα, υποστηρίζουν ότι η συλλοίμωξη του SARS-CoV-2 με τον ιό της γρίπης μπορεί να δυσχεράνει τη διάγνωση και τη θεραπεία, και παράλληλα να επηρεάσει την πρόγνωση της COVID-19. Εξάλλου, η συλλοίμωξη αναφέρεται σε μελέτες ως ένας σημαντικός παράγοντας κινδύνου για παρατεταμένη παραμονή στο νοσοκομείο ή για ανάγκη μηχανικής υποστήριξης της αναπνοής. Κάποιες μελέτες έχουν διαπιστώσει ότι ασθενείς με COVID-19 που είχαν συν-μολυνθεί με γρίπη είχαν υψηλότερα επίπεδα ιικού φορτίου και παρέμειναν μεταδοτικοί για τον SARS-CoV-2 για περισσότερες ημέρες, σε σύγκριση με ασθενείς που είχαν προσβληθεί μόνο από τον κορονοϊό.
Σύμφωνα, δε, με στοιχεία από πρόσφατα δημοσιευμένες πειραματικές μελέτες η συλλοίμωξη μπορεί να προκαλέσει πιο σοβαρές βλάβες στους πνεύμονες και υψηλότερα επίπεδα ιικού φορτίου. Μάλιστα, αυτή η ενίσχυση της μολυσματικότητας τουSARS-CoV-2 δεν παρατηρήθηκε σε συλλοιμώξεις με άλλους αναπνευστικούς ιούς, κάτι που καταδεικνύει ότι ο ιός της γρίπης έχει μια μοναδική ικανότητα να επιδεινώνει τη λοίμωξη SARS-CoV-2 σε σχέση με τους άλλους αναπνευστικούς ιούς. Η ιδιότητα αυτή αποδίδεται κυρίως στο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του να αυξάνει την έκφραση των κυτταρικών υποδοχέων ACE2,με τους οποίους ως γνωστόν συνδέεται ο SARS-CoV-2 για να εισέλθει στον οργανισμό.
Με βάση τα δεδομένα αυτά, η συνύπαρξη της πανδημίας COVID-19 και της εποχικής γρίπης αποτελεί ένα επικίνδυνο σενάριο για τον γενικό πληθυσμό. Η πρόληψη μέσω του εμβολιασμού κατά της γρίπης είναι μεγάλης σημασίας στην περίοδο που διανύουμε, ιδιαίτερα στους ευάλωτους πληθυσμούς, ενώ η διάκριση μεταξύ των δύο λοιμώξεων είναι εξίσου απαραίτητη, τόσο για επιδημιολογικούς σκοπούς και λήψη μέτρων, όσο και για την αντιμετώπιση και παρακολούθηση της κλινικής πορείας των ασθενών.
Εάν δεν διενεργηθεί εγκαίρως εργαστηριακός έλεγχος, άτομα με COVID-19 κατά την περίοδο έξαρσης της γρίπης μπορεί να αποδώσουν κατά λάθος τα συμπτώματά τους στη γρίπη και να μην λάβουν τις απαραίτητες προφυλάξεις ώστε να αποτρέψουν την εξάπλωση του SARS-CoV-2. Επιπλέον, οι θεραπευτικές προσεγγίσεις των δυο λοιμώξεων δεν είναι ίδιες. Η μόνη ασφαλής οδός για την διάκριση τους είναι ο συστηματικός εργαστηριακός έλεγχος και συγκεκριμένα ο μοριακός έλεγχος. Οι μοριακές τεχνικές γίνονται πλέον απαραίτητες για την ασφαλή διάγνωση των αναπνευστικών ιών ενώ είναι διαθέσιμα πλέον και μοριακά τεστ που ελέγχουν ταυτόχρονα την παρουσία των ιών γρίπης Α/Β και Sars-Cov-2 ώστε να προσφέρουν ταχύτατατη δυνατότητα του ασφαλούς και αξιόπιστου διαχωρισμού των δυο αυτών λοιμώξεων, με τη λήψη ενός μόνο δείγματος.