Σε πολλές χώρες έχει ξεκινήσει το πρόγραμμα χορήγησης μίας τρίτης δόσης εμβολίου. Μήπως, όμως, αυτές οι χώρες βιάζονται; Τα αποτελέσματα ερευνούν επιχειρούν να μας δώσουν ορισμένες απαντήσεις σε αυτό το ερώτημα.
Μία μελέτη έδειξε ότι 4 μήνες μετά τη 2η δόση με Pfizer, η αποτελεσματικότητα του εμβολίου στην πρόληψη της λοίμωξης έπεσε από το 96% στο 84%. Ωστόσο, τα αποτελέσματα της μελέτης δεν έχουν ακόμη αξιολογηθεί από ομότιμους.
Παρομοίως, δεδομένα πραγματικού κόσμου από το Ισραήλ, δείχνουν ότι οι άνω των 60 που έλαβαν τη 2η δόση του εμβολίου τον Μάρτιο του 2021 ήταν 1,6 φορές καλύτερα προστατευμένοι κατά της λοίμωξης από εκείνουν που την έλαβαν 2 μήνες νωρίτερα. Ωστόσο, τα δεδομένα ήταν λιγότερο σαφή για άλλες ηλικιακές ομάδες. Επίσης, αυτή η μελέτη δεν έχει αξιολογηθεί από επιστήμονες.
Δεδομένα για το εμβόλιο της Moderna δείχνουν ότι λειτουργικά αντισώματα (αυτά που εμποδίζουν τον ιό από το να μπει στα ανθρώπινα κύτταρα) υπήρχαν στους περισσότερους για 6 μήνες μετά τον εμβολιασμό. Ωστόσο, υπήρξε μία σταδιακή μείωση στην απόδοση έναντι του στελέχους βήτα του ιού, και η μελέτη δεν εξέτασε την αποτελεσματικότητά του έναντι της μετάλλαξης Δέλτα. Μία ξεχωριστή προεκτυπωμένη μελέτη κατέληξε τόσο το εμβόλιο της AstraZeneca όσο και της Pfizer ήταν λιγότερο αποτελεσματικά στην αποτροπή της λοίμωξης με το στέλεχος Δέλτα.
Παρόλο που όλες αυτές οι μελέτες μπορεί να ακούγονται ανησυχητικές, οι περισσότερες ακόμα δεν έχουν αξιολογηθεί επισήμως. Συνεπώς, τα αποτελέσματα πρέπει να αντιμετωπιστούν με προσοχή. Επίσης, μετράνε διαφορετικά πράγματα. Κάποιοι κοιτάζουν τον αριθμό των θετικών μοριακών τεστ παρά τα συμπτώματα ή την ασθένεια. Άλλοι εξετάζουν τα επίπεδα αντισωμάτων ή την απάντηση σε άλλα στελέχη. Είναι πολύ σημαντικό να θέσουμε τους πιο σημαντικούς στόχος του εμβολιασμού όταν εξετάζουμε την απόδοσή του.
Τα εμβόλια παραμένουν προστατευτικά
Το ιδανικό εμβόλιο θα απέτρεπε πλήρως τη λοίμωξη με SARS-CoV-2, τον ιό που προκαλεί την ασθένεια COVID-19, και θα σταμάταγε τη διασπορά του ιού. Ωστόσο, από την αρχή της πανδημίας, κατεγράφησαν περιπτώσεις επαναμόλυνσης ατόμων που είχαν νοσήσει προηγουμένως καθώς περιπτώσεις ατόμων που νόσησαν και είδαν τα αντισώματά τους να υποχωρούν με τον καιρό. Επομένως, δεν πέσαμε από τα σύννεφα όταν καταλάβαμε ότι η κατασκευή ενός εμβολίου που αποτρέπει πλήρως τη λοίμωξη θα είναι απίθανη.
Πράγματι, τα αντισώματα είναι μόνο ένας δείκτης μιας αποτελεσματικής ανοσοαπόκρισης. Χρειαζόμαστε επίσης τα Τ λεμφοκύτταρα που σκοτώνουν τον ιό και την ανοσολογική μνήμη που θα μας επιτρέψει να παράγουμε γρήγορα πολλά από αυτά τα φονικά Τ κύτταρα και Β κύτταρα που παράγουν αντισώματα. Εδώ τα νέα είναι πολύ πιο θετικά . Μελέτες έχουν δείξει ότι τόσο τα φονικά Τ κύτταρα όσο και η ανοσολογική μνήμη επιμένουν για καιρό
Αυτό μπορεί να σημαίνει είναι ότι ορισμένοι άνθρωποι μπορεί να μην έχουν αρκετά αντισώματα για να αποτρέψουν πλήρως τη μόλυνση, αλλά μπορούν ακόμα να καταπολεμήσουν τη μόλυνση και να την εμποδίσουν από το να κυριαρχήσει. Συνεπώς, τα θετικά νέα είναι ότι τα εμβόλια μειώνουν τον αντίκτυπο ή τη σοβαρότητα της νόσου. Ενδεικτικό είναι ότι τόσο στην Ελλάδα όσο και στις ΗΠΑ καιτο Ηνωμένο Βασίλειο, οι νοσηλείες είναι αρκετά λίγες συγκριτικά με τον μεγάλο αριθμό κρουσμάτων εξαιτίας της εξάπλωσης της Δέλτα.
Για παράδειγμα στις ΗΠΑ, οι «πλήρως εμβολιασμένοι» έχει αποδειχθεί ότι είναι 5 φορές λιγότερο πιθανό να κολλήσουν τον ιό και 10 φορές λιγότερ πιθανό να νοσηλευτούν ή να πεθάνουν από αυτό. Ομοίως, η ισραηλινή μελέτη που αναφέρθηκε παραπάνω έδειξε ότι σε άτομα ηλικίας 40-59 ετών, τέσσερις μήνες μετά τον εμβολιασμό, τα εμβόλια ήταν 98% αποτελεσματικά στην πρόληψη νοσηλείας με COVID-19. Μετά από έξι μήνες, η προστασία παρέμεινε υψηλή, στο 94%.
Για τα άτομα ηλικίας άνω των 60 ετών, ωστόσο, τα δεδομένα δείχνουν μεγαλύτερη πτώση στην απόδοση, με την προστασία έναντι νοσηλείας να είναι χαμηλότερη μετά από τέσσερις μήνες (91%) και έξι μήνες (86%). Αυτή η διαφορά μπορεί να οφείλεται στο ότι οι ηλικιωμένοι είναι λιγότερο ικανοί να αναπτύξουν καλή ανοσολογική απόκριση μετά τον εμβολιασμό, καθώς και στην πρόκληση της παραλλαγής δέλτα.
Ωστόσο, αυτό που είναι σαφές είναι ότι οι εμβολιασμένοι είναι εξαιρετικά προστατευμένοι από τη σοβαρή ασθένεια σε σύγκριση με εκείνους που δεν έχουν κάνει το εμβόλιο. Και αυτός, πραγματικά, είναι ο πιο σημαντικός στόχος του εμβολιασμού - να σταματήσουν οι άνθρωποι να αρρωσταίνουν επικίνδυνα και να πεθαίνουν.
Η επιστράτευση των τρίτων δόσεων
Παρά την προστασία από σοβαρές ασθένειες που παρέμεινε υψηλή πολλούς μήνες μετά τον εμβολιασμό, ορισμένες κυβερνήσεις επέλεξαν να ξεκινήσουν προγράμματα ενίσχυσης των εμβολίων. Θα είναι επαρκείς οι τρίτες δόσεις που κυκλοφορούν από το Ηνωμένο Βασίλειο και άλλες κυβερνήσεις για να παρέχουν μακροπρόθεσμη και ακόμη πιο μεγαλύτερη προστασία στους πιο ευάλωτους; Η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρουμε ακόμα.
Θα πρέπει να θυμόμαστε ότι ο εμβολιασμός είναι μόνο ένας από τους τρόπους προστασίας από μόλυνση και ότι ίσως χρειαστούν άλλα μέτρα, όπως η χρήση μάσκας και ο εξαερισμός, εάν δεν μπορούμε να επιτύχουμε επαρκή προστασία. Το άλλο ερώτημα που πρέπει να θέσουμε στον εαυτό μας είναι εάν πρέπει πραγματικά να προσπαθούμε να βοηθήσουμε άλλα ευάλωτα άτομα σε όλο τον κόσμο. Πολλές χώρες δεν έχουν δώσει ούτε στο 2% του πληθυσμού τους μια πρώτη δόση εμβολίου, επιτρέποντας στον ιό να ευδοκιμήσει με τεράστιο κόστος για τη ζωή.
Η πανδημία είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο και ως τέτοιο πρέπει να εξασφαλίσουμε την πρόσβαση όλων των χωρών στα σωτήρια εμβόλια COVID.
ΠΗΓΗ: theconversation