Στα επιδημιολογικά στοιχεία της χώρας και κάθε χώρας στάθηκε η κ. Θεοδωρίδου, τα οποία είναι αυτά που διαφοροποιούν την στρατηγική που επιλέγεται για τον εμβολιασμό.
Η βρετανική μελέτη που συντέλεσε στη απόφαση
Παράλληλα, η κ. Θεοδωρίδου για να δικαιολογήσει την απόφαση της Επιτροπής, ανέφερε δεδομένα από τη βρετανική μελέτη COV-Boost που αποδεικνύει ότι η ανοσογονικότητα μεταξύ τριών, τεσσάρων, η πέντε μηνών δεν αλλάζει αλλά παραμένει ίδια. Με βάση τα ευρήματα της συγκεκριμένης μελέτης, μάλιστα, και η Επιτροπή της Βρετανίας, γνωμοδότησε τη χορήγηση της τρίτης δόσης, 3 μήνες μετά τον βασικό εμβολιασμό.
Στη συγκεκριμένη τυφλή πολυκεντρική τυχαιοποιημένη μελέτη, η 3η δόση χορηγήθηκε 3 μήνες μετά τη 2η δόση. Η μελέτη έδειξε ότι η λειτουργικότητα των Τ κυττάρων (κυτταρική ανοσία), ελάχιστα επηρεάζεται από τις μεταλλάξεις της πρωτεϊνικής ακίδας και η ανοσία παραμένει ισχυρή και σημαντική για τον έλεγχο σοβαρής νόσου.
Ανεξάρτητα από τα εμβόλια που χρησιμοποιούνται στον βασικό εμβολιασμό, η ανοσιακή απόκριση με την 3η δόση είναι παρόμοια με αύξηση του τίτλου των εξουδετερωτικών αντισωμάτων 20 φορές και 3πλάσια των Τ κυττάρων.
Η έλευση της Όμικρον και ο καιρός
Επίσης, σχετικά με την απόφαση για μείωση της απόστασης της 3ης δόσης στο 3μηνο, η κ. Θεοδωρίδου αναφέρθηκε και στον κίνδυνο της αυξημένης μεταδοτικότητας της παραλλαγής Όμικρον καθώς και στον καιρό που «δεν είναι μαζί μας»
«Απαιτείται όσο το δυνατόν μεγαλύτερη προστασία. Το να συμπληρώνεται ένα εμβολιαστικό σχήμα νωρίτερα έχει πολλά οφέλη. Νομίζω ότι την απόφαση μας, θα την ακολουθήσουν και άλλοι» » ανέφερε χαρακτηριστικά μετά την ερώτηση του News4Health.
Γιατί επιλέχθηκε το 3μηνο αντί για το 4μηνο
Στη συνέχεια, η κ Θεοδωρίδου ρωτήθηκε γιατί επιλέχθηκαν οι 3 μήνες απόστασης αντί για το 4μηνο, όπως αρχικά συζητιόταν.
Η κ. Θεοδωρίδου σχολίασε ότι η διαφορά 3-4 μηνών δεν είναι ένα μεγάλο διάστημα αλλά σε ένα μήνα με το ποσοστό εμβολιασμού στη χώρα μας, μπορούν να σημειωθούν πολλές καινούριες λοιμώξεις.