Παλαιότερες έρευνες έχουν ήδη αποδείξει ότι το περπάτημα δρα ευεργετικά μειώνοντας επιπλέον τον κίνδυνο και για άλλα νοσήματα όπως ο καρκίνος, οι καρδιακές παθήσεις και η άνοια. Μια νέα μελέτη έρχεται να αποδείξει ότι αυτό το όφελος μεγιστοποιείται όσο αυξάνεται ο ρυθμός της βάδισης.
Σύμφωνα με ανάλυση που δημοσιεύτηκε την Τρίτη στην ιατρική επιθεώρηση British Journal of Sports Medicine, ανεξάρτητα από την απόσταση ή τον αριθμό βημάτων η ταχύτητα με την οποία βαδίζουμε μπορεί να κάνει την διαφορά και αυτή είναι ιδανικά τουλάχιστον 2,5 mph, δηλαδή περίπου 4 χλμ ανά ώρα βάδισης. Αυτό ισοδυναμεί με γρήγορο περπάτημα περίπου 87 βημάτων το λεπτό για τους άνδρες και αντίστοιχα 100 βημάτων για τις γυναίκες, εξηγούν οι ειδικοί.
Κάθε αύξηση της ταχύτητας βαδίσματος κατά 1 χιλιόμετρο την ώρα συσχετίστηκε με 9% χαμηλότερο κίνδυνο για εμφάνιση διαβήτη τύπου 2.
Τα αποτελέσματα της ανάλυσης βασίστηκαν στην επισκόπηση 10 μελετών στις οποίες περισσότερα από 500.000 άτομα από τις ΗΠΑ, την Ιαπωνία και το Ηνωμένο Βασίλειο, ανέφεραν τις συνήθειές τους στο περπάτημα.
«Οι τρέχουσες συστάσεις για μείωση του κινδύνου για διαβήτη τύπου 2 ήταν να αυξηθεί ο χρόνος που περπατάει κάποιος αλλά και η απόσταση που διανύει. Τώρα προστίθεται και η ενθάρρυνση για βάδισμα μεγαλύτερης ταχύτητας» δήλωσε ο επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης, Ahmad Jayedi, ερευνητής διατροφής στο Πανεπιστήμιο Ιατρικών Επιστημών της Σεμνάν στο Ιράν.
Οι ειδικοί επισημαίνουν ότι το γρήγορο περπάτημα μπορεί να μειώσει το σωματικό λίπος, το οποίο με τη σειρά του είναι παράγοντας πρόληψης του διαβήτη τύπου 2. Επιπρόσθετα όμως βοηθά στη μείωση της αντίστασης στην ινσουλίνη – της ορμόνης που δραστηριοποιείται στη ρύθμιση των επιπέδων σακχάρου στο αίμα.
Η σημασία της έντασης
Ο Δρ. Frank Hu, ο πρόεδρος του τμήματος διατροφής στο Harvard T.H. εξηγεί ότι η αύξηση του ρυθμού περπατήματος όχι μόνο ανεβάζει τον καρδιακό ρυθμό, αλλά αυξάνει και τις συσπάσεις των μυών. Αυτό μπορεί να βοηθήσει στη βελτίωση της ευαισθησίας στην ινσουλίνη, η οποία είναι πολύ σημαντική για την πρόληψη του διαβήτη.
Οι γενικές συστάσεις της επιστημονικής κοινότητας είναι 150 έως 300 λεπτά μέτριας φυσικής δραστηριότητας την εβδομάδα ή 75 έως 150 λεπτά έντονης σωματικής δραστηριότητας.
Το περπάτημα σε ταχύτητα που μας επιτρέπει να διανύσουμε περίπου 4 χλμ την ώρα, είναι ένας εφικτός στόχος για τους περισσότερους, καταλήγουν οι γιατροί, αν και παράγοντες όπως η ηλικία, το επίπεδο φυσικής κατάστασης και η γενικότερη κατάσταση υγείας, μπορεί να είναι ανασταλτικοί παράγοντες για μερίδα του γενικού πληθυσμού.
Ένας εμπειρικός τρόπος για να βεβαιωθούμε ότι έχουμε τον ιδανικό ρυθμό βάδισης, είναι να περπατάμε σε ταχύτητα που μας επιτρέπει να μιλάμε αλλά όχι να τραγουδάμε -είναι ένα σημάδι ότι ο καρδιακός ρυθμός είναι τόσο αυξημένος όσο χρειάζεται για να είναι ωφέλιμη η άσκηση.
«Όχι δικαιολογίες!»
Σύμφωνα με τον Jochen Kressler, Καθηγητή Διατροφολογίας στο κρατικό πανεπιστήμιο του Σαν Ντιέγκο, το περπάτημα παραμένει σημαντικός παράγοντας πρόληψης του διαβήτη ακόμα κι όταν δεν καταφέρνουμε να καλύπτουμε την απόσταση 4 χλμ την ώρα.
Τα αποτελέσματα της συγκεκριμένης μελέτης δεν πρέπει να λειτουργήσουν ως τροχοπέδη στην απόφαση να εντάξουμε το περπάτημα στην καθημερινότητα μας, τονίζει.
«Μην το εκλάβετε ως “αν δεν περπατάτε αρκετά γρήγορα, δεν λειτουργεί”. Το να κάνεις κάτι είναι καλύτερο από το να μην κάνεις τίποτα», λέει χαρακτηριστικά ο Δρ. Kressler.
Οι ερευνητές καταγράφουν τις μεγαλύτερες βελτιώσεις στους γενικούς δείκτες υγείας, όταν τα άτομα με τα χαμηλότερα επίπεδα φυσικής δραστηριότητας αρχίζουν να αυξάνουν την κίνησή τους και η συνολική διάρκεια της άσκησης είναι συνήθως ο πιο κρίσιμος παράγοντας, καταλήγει.
Πηγή: NBCNEWS