Σε ζωικά μοντέλα, το πειραματικό mRNA εμβόλιο φάνηκε να προστατεύει τόσο από πρωτοεμφανιζόμενες όσο και από υποτροπιάζουσες λοιμώξεις με C. difficile, προκαλώντας ισχυρή ανοσολογική απόκριση και «καθαρίζοντας» τα εν λόγω βακτήρια από το έντερο. Επιπλέον, έδειξε να προστατεύει τα ζώα και μετά τη μόλυνση, σύμφωνα με τους ερευνητές της Ιατρικής Σχολής Perelman του Πανεπιστημίου της Πενσυλβάνια και του Νοσοκομείου Παίδων της Φιλαδέλφειας.
Η μελέτη τα αποτελέσματα της οποίας δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό «Science» ανοίγει τον δρόμο για τη διεξαγωγή κλινικών δοκιμών του εμβολίου σε ανθρώπους.
Το C. difficile είναι ένα βακτήριο που μπορεί να προκαλέσει μόλυνση με συμπτώματα που κυμαίνονται από διάρροια έως θανατηφόρα βλάβη του παχέος εντέρου. Εξαπλώνεται γρήγορα μέσω των σπορίων του και συνήθως μολύνει ευάλωτους πληθυσμούς, όπως οι ηλικιωμένοι, τα παιδιά, τα άτομα που λαμβάνουν συχνά αντιβιοτικά και οι νοσηλευόμενοι ασθενείς.
Πρόκειται επίσης για ένα βακτήριο εξαιρετικά «επίμονο», καθώς το 30 έως 40% όσων μολύνονται για πρώτη φορά με το βακτήριο αυτό, έχουν μεγαλές πιθανότητες να νοσήσουν ξανά με αυτό. Επί του παρόντος δεν υπάρχουν διαθέσιμα εμβόλια για το εν λόγω βακτήριο και η κύρια θεραπεία είναι τα αντιβιοτικά τα οποία χορηγούνται για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ωστόσο, επειδή τα αντιβιοτικά στοχεύουν και ωφέλιμα βακτήρια στο μικροβίωμα του εντέρου, το C. difficile συχνά εκμεταλλεύεται την απουσία τους, απελευθερώνοντας τοξίνες στο παχύ έντερο που το βοηθούν να ευημερεί.
«Θέλαμε να δημιουργήσουμε ένα πολυδύναμο mRNA εμβόλιο που θα επιτίθεται σε πολλαπλές πτυχές του πολύπλοκου τρόπου ζωής του C. diff, χωρίς να επηρεάζει τη φυσιολογική μικροχλωρίδα», δήλωσε ο Δρ. Μοχάμεντ-Γκάμπριελ Αλαμέχ, συν-συγγραφέας της μελέτης, επίκουρος καθηγητής Παθολογίας και Εργαστηριακής Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια και επικεφαλής επιστήμονας στο Νοσοκομείο Παίδων της Φιλαδέλφειας.
«Τα αντιβιοτικά δεν είναι πάντα ένα αποτελεσματικό μέσο για την επιτυχή θεραπεία πολύ σκληρών παθογόνων όπως το C. diff, και τώρα αρχίζουμε να κατανοούμε την τεράστια δυναμική των mRNA εμβολίων για μια σειρά μολυσματικών ασθενειών» πρόσθεσε.
Ο βραβευμένος με Νόμπελ Ιατρικής, Ντριού Βάισμαν, ήταν ένας από τους συγγραφείς της παρούσας μελέτης.
«Ενώ τα περισσότερα εμβόλια ωθούν το ανοσοποιητικό σύστημα να παράγει συγκεκριμένα αντισώματα ενάντια σε συγκεκριμένα παθογόνα, τα mRNA εμβόλια ήταν ο τέλειος υποψήφιος για την ανάπτυξη ενός εμβολίου ενάντια στο C. difficile, επειδή μπορούν εύκολα να συσκευαστούν για να ενεργοποιήσουν το ανοσοποιητικό σύστημα ώστε να προστατεύσει τον οργανισμό από ένα βακτήριο, έναν ιό ή έναν μύκητα», εξήγησε ο Βάισμαν.
Το 2023, ο Ντριού Βάισμαν και η Καταλίν Καρικό βραβεύτηκαν με το Νόμπελ Ιατρικής για την έρευνά τους η οποία έθεσε τα θεμέλια για την ανάπτυξη των πρώτων mRNA εμβολίων. Οι ερευνητές της παρούσας μελέτη χρησιμοποίησαν την πλατφόρμα εμβολίων mRNA-LNP, η οποία μας έδωσε τα mRNA εμβόλια κατά του Covid-19.
Εάν το εμβόλιο αποδειχθεί αποτελεσματικό θα μπορούσε να αλλάξει τα δεδομένα στη θεραπεία του C. diff. Τα προηγούμενα εμβόλια- συμπεριλαμβανομένου ενός συμβατικού- που μπήκαν στη φάση κλινικών δοκιμών το 2022, αποδείχτηκαν μη αποτελεσματικά.
«Τα mRNA-LNP εμβόλια μας έδωσαν ένα νέο εργαλείο για να αντιμετωπίσουμε πολύπλοκες βακτηριακές λοιμώξεις, όπως το C. diff, οι οποίες αποτελούν ένα αυξανόμενο πρόβλημα εξαιτίας της μικροβιακής αντοχής», επισήμανε η Αλέξα Σίμον, συν- συγγραφέας της μελέτης.
Πηγή: ΕΡΤ NEWS