Την περίοδο αυτή έχει δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στην επαναλειτουργία τουριστικών και εμπορικών διαστηριοτήτων, σε συνέχεια του ανοίγματος των σχολείων, με κανόνες και πρακτικές προστασίας της δημόσιας υγείας.
Ωστόσο, ένα ακόμα κρίσιμο ζήτημα που σχετίζεται με τη δημόσια υγεία και την προστασία του συστήματος υγείας είναι η έγκαιρη θωράκιση έναντι ενός πιθανού δεύτερου κύματος της πανδημίας, προτού αυτό εκδηλωθεί το φθινόπωρο. Ανάμεσα στις απαραίτητες ενέργειες θωράκισης πρώτη θέση κατέχει ο αυξημένος εμβολιασμός του πληθυσμού, όπως επισημαίνει το Κέντρο Κλινικής Επιδημιολογίας και Έκβασης Νοσημάτων – CLEO (cleoresearch.org).
Με δεδομένο ότι εμβόλιο για τον COVID-19 δεν έχει αναπτυχθεί ακόμα, είναι σημαντικό να αξιοποιηθούν άλλες επιλογές, που μπορούν να συμβάλουν στον περιορισμό επιπλοκών και πρόσθετης επιβάρυνσης τόσο για όσους νοσήσουν από COVID-19 όσο και για τους επαγγελματίες υγείας και, κατ’ επέκταση, για το σύστημα υγείας. Τέτοιες επιλογές είναι ο εμβολιασμός έναντι μικροβίων που προκαλούν πνευμονία, όπως του πνευμονιοκόκκου (Pneumococcus) ή του αιμόφιλου της γρίπης (Influenza ή Η1Ν1).
Προστασία των ασθενών
Όπως είναι γνωστό, η λοίμωξη του COVID-19προσβάλλει ιδιαίτερα τους πνεύμονες, γι’ αυτό και ασθενείς με άλλες, «δευτερογενείς» λοιμώξεις που πλήττουν το αναπνευστικό σύστημα, γίνονται εξαιρετικά ευάλωτοι στη νόσο. Ανάλογο πρόβλημα παρατηρείται κάθε χρόνο και σε ασθενείς με γρίπη, όταν αυτοί έχουν προσβληθεί και από δευτερογενείς βακτηριακές μολύνσεις (συμπεριλαμβανομένων του βακτηρίων Pneumococcus), με αποτέλεσμα στις περιπτώσεις αυτές να έχουμε υψηλότερα επίπεδα θνησιμότητας.
«Καταλαβαίνει, λοιπόν, κανείς ότι μία έξαρση της γρίπης σε συνδυασμό με ένα δεύτερο κύμα COVID-19 και τον κίνδυνο δευτερογενούς βακτηριακής πνευμονίας το φθινόπωρο, μπορεί να έχει καταστροφικές επιπτώσεις. Γι’ αυτό και ο ρόλος των εμβολίων της εποχικής γρίπης και του πνευμονιοκοκκικού είναι, ειδικά σε αυτή τη συγκυρία, πολύ σημαντικός», τονίζουν τα στελέχη του CLEO.
Επιβάρυνση από την κατάχρηση αντιβιοτικών
Πρόσθετο κίνδυνο δημιουργεί και η υπερβολική χρήση αντιβιοτικών στη χώρα μας, η οποία προκαλεί το φαινόμενο της ανθετικότητας των μικροβίων, που αφενός δημιουργεί δυσκολίες στη θεραπεία του ασθενούς και αφετέρου επιβαρύνει με πρόσθετο κόστος το σύστημα υγείας.
Πρόσφατα δεδομένα δείχνουν ότι, σε σύγκριση με τις άλλες χώρες-μέλη της Ε.Ε., στην Ελλάδα υπάρχει όχι μόνο υπερκατανάλωση αντιβιοτικών αλλά και υψηλότερα ποσοστά ανθεκτικότητας των μικροβίων στα αντιβιοτικά. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα η επίπτωση των λοιμώξεων από μικροοργανισμούς ανθεκτικούς στα αντιβιοτικά να είναι ιδιαίτερα υψηλή στη χώρα μας.
Προστασία των επαγγελματιών υγείας
Η πρόληψη και η προστασία, τόσο για τους ασθενείς όσο και για τους επαγγελματίες υγείας είναι απαραίτητη και γι’ αυτό οφείλουμε να δώσουμε έμφαση στον εμβολιασμό τους. Η ανάγκη αυτή ειδικά για τους επαγγελματίες υγείας είναι ακόμα μεγαλύτερη στην παρούσα συγκυρία, που σηκώνουν το μεγάλο βάρος της εύρυθμης λειτουργίας του συστήματος υγείας σε μία ιδιαίτερα επιβαρυμένη περίοδο, καθώς στοιχεία από προηγούμενες έρευνες[1] του CLEOέχουν καταδείξει ότι το ποσοστό των επαγγελματιών υγείας που εμβολιάζονται τακτικά, σε ετήσια βάση, στην Ελλάδα είναι ιδιαίτερα χαμηλό, φτάνοντας μόλις το 14%.
«Κλειδί» η ενημέρωση
Στην κατεύθυνση αυτή, είναι επίσης αναγκαίο να σχεδιαστούν και πραγματοποιηθούν καμπάνιες ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης για τη σημασία του εμβολιασμού, προκειμένου να υπάρξει αφενός γνώση και διάχυση της πληροφορίας και αφετέρου αυξημένη πρόσβαση στον εμβολιασμό για το σύνολο του πληθυσμού και ιδιαίτερα για τις ευπαθείς ομάδες.
Στοιχεία από μελέτη [2] που έγινε σε τρεις χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, έδειξαν την ανάγκη για περισσότερη επικοινωνία σχετικά με το θέμα του εμβολιασμού, καθώς φαίνεται ότι η εμπιστοσύνη στην πολιτεία και στο σύστημα υγείας επηρεάζει σε σημαντικό βαθμό την αποδοχή του εμβολιασμού από τον γενικό πληθυσμό.