Μέχρι στιγμής έχουμε μάθει ότι δεν υπάρχει μόνο ένα τεστ αλλά περισσότερα. Έχουμε μάθει όρους όπως ευαισθησία και ειδικότητα, που κρίνουν την αποτελεσματικότητα των διαφόρων τεστ. Έχουμε μάθει για κλασικά και rapid test, για τεστ αντιγόνων, τεστ αντισωμάτων, ακούμε για ψευδώς θετικά ή ψευδώς αρνητικά τεστ, για λιγότερο και περισσότερο αξιόπιστα τεστ, για ακριβά και λιγότερο ακριβά… Και ενώ η ενημέρωση και οι πληροφορίες γύρω από το ζήτημα πληθαίνουν το βασικό ερώτημα παραμένει: «Ποιο τεστ να κάνω για τον κορωνοϊό;». Για να υπάρξει μια καθαρή απάντηση στο ερώτημα όμως, δεν πρέπει να το απευθύνουμε στον εαυτό μας και να αποφασίσουμε με βάση την ενημέρωση που μπορεί να έχουμε, αλλά να το απευθύνουμε στον ιατρό μας. Γιατί έτσι το τεστ θα είναι και για καλό δικό μας και για καλό όλων, αναφέρει ο κ. Νικόλαος Σπανάκης, Αναπληρωτής Καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και Υπεύθυνος του Εργαστηρίου Μοριακής Βιολογίας του Ομίλου HHG.
Ποια τεστ υπάρχουν για την ανίχνευση του SARS-CoV-2;
Αυτή τη στιγμή υπάρχουν 3 κατηγορίες τεστ, που διαφέρουν μεταξύ τους όσον αφορά την ευαισθησία/ειδικότητα, τη χρήση, την αποτελεσματικότητα και την αξιοπιστία. Για την καλύτερη κατανόηση των μεταξύ τους διαφορών αλλά και για το πότε και ποιο χρησιμοποιούμε πρέπει να σημειωθούν τα εξής:
- Ένα τεστ είναι μία διαγνωστική δοκιμασία που πραγματοποιείται για να τεθεί διάγνωση. Για να τεθεί όμως η διάγνωση συνήθως απαιτείται ένας συνδυασμός διαγνωστικών δοκιμασιών και κλινικής εξέτασης, μαζί με τη συλλογή επιδημιολογικών πληροφοριών και άλλων πληροφοριών που αφορούν το ιστορικό των ασθενών. Έτσι μαζί με ένα τεστ μπορεί να πραγματοποιηθούν κλινική εξέταση, απεικονιστικές εξετάσεις, λήψη κλινικού και επιδημιολογικού ιστορικού και να γίνει συνδυασμός ευρημάτων που θα οδηγήσει στη διάγνωση της λοίμωξης από τον SARS-CoV-2. Επομένως, τη σύσταση για ποια κατηγορία εργαστηριακής εξέτασης θα πραγματοποιηθεί την έχει ο κλινικός ιατρός στον οποίο θα απευθυνθούμε για να θέσει τη διάγνωση, γι’ αυτό και είναι σημαντικό να υπάρχει εμπιστοσύνη μεταξύ ασθενούς και ιατρού.
- Ο ιατρός και μόνο αυτός είναι ο αρμόδιος να συνδυάσει απεικονιστικές και ευρήματα, να τα αξιολογήσει και να κρίνει αν κάποιο άτομο χρειάζεται το τεστ. Αν δεν χρειάζεται δεν υπάρχει λόγος να υποβαλλόμαστε σε άσκοπες διαγνωστικές εξετάσεις. Και μάλιστα στην περίοδο της πανδημίας πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας ότι θα πρέπει οι εξετάσεις και όλο
το σύστημα υγείας να είναι διαθέσιμο για τους ασθενείς που πραγματικά χρειάζονται τις υπηρεσίες του. Αν όμως ο ιατρός συστήσει τεστ για τον κορωνοϊό, θεωρητικά αυτό θα είναι ένα από τα παρακάτω:
A. Μοριακό τεστ PCR. Διακρίνεται σε:
1. κλασικό
2. ταχύ
B. Ταχύ τεστ αντιγόνου
C. Τεστ αντισωμάτων
Ας δούμε την κάθε κατηγορία από μόνη της:
Α: Μοριακό τεστ: Πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα
Α. Πλεονεκτήματα:
1) κλασικό & ταχύ
- Έχουν πολύ μεγάλη ευαισθησία και ειδικότητα.
- Όπου ευαισθησία σημαίνει το ποσοστό των πραγματικών θετικών δειγμάτων που ανιχνεύει ως θετικά το τεστ μας. Δηλαδή αν έχουμε 100 ανθρώπους που έχουν τον κορωνοϊό και εμείς ανιχνεύουμε τους 99 ως θετικούς, αλλά τον 1 τον βγάζουμε αρνητικό, τότε το τεστ λέμε ότι έχει 99% ευαισθησία. Σε αυτήν την περίπτωση ο ένας ασθενής θα είναι ψευδώς αρνητικός και θα χρειαστεί να επαναλάβει το τεστ ή να προβεί σε άλλου είδους εξέταση.
- Όπου ειδικότητα σημαίνει το ποσοστό των πραγματικών αρνητικών δειγμάτων που ανιχνεύει αρνητικά το τεστ μας. Δηλαδή αν έχουμε 100 ανθρώπους που δεν έχουν τον κορωνοϊό και εμείς ανιχνεύουμε τους 98 ως αρνητικούς και τους 2 θετικούς τότε το τεστ λέμε ότι έχει 98% ειδικότητα. Σε αυτήν την περίπτωση τα 2 άτομα θα είναι ψευδώς θετικά και θα χρειαστεί να επαναλάβουν την εξέταση ενδεχομένως σε διαφορετικό εργαστήριο.
- Χωρίς να μπούμε σε λεπτομέρειες πρέπει να πούμε ότι ΟΛΑ τα τεστ ακόμα και τα καλύτερα, έχουν ένα πολύ μικρό ποσοστό ψευδώς αρνητικών και ψευδώς θετικών αποτελεσμάτων. Δεν είναι του παρόντος να εξηγήσουμε με λεπτομέρειες γιατί συμβαίνει αυτό, αλλά μπορούμε να πούμε ότι όσο πιο ευαίσθητο είναι ένα τεστ τόσο λιγότερα ψευδώς αρνητικά αποτελέσματα βγάζει, ενώ όσο πιο ειδικό είναι ένα τεστ τόσο λιγότερα ψευδώς θετικά αποτελέσματα βγάζει.
- Συμπερασματικά: Τα μοριακά τεστ (κλασικά και γρήγορα) έχουν την μεγαλύτερη δυνατή ευαισθησία και ειδικότητα που υπάρχει αυτή τη στιγμή.
- Ενδείκνυνται για την ατομική εξέταση τόσο σε ασθενείς με συμπτώματα όσο και σε ασυμπτωματικούς φορείς.
- Πρέπει να πούμε εδώ, ότι ειδικά για τους ασυμπτωματικούς φορείς, οι οποίοι τις περισσότερες φορές αρνούνται ότι έχουν κολλήσει, δεν υπάρχει σχεδόν κανένας άλλος τρόπος να ανιχνεύσουμε τον ιό παρά μόνο με μοριακό τεστ.
- Είναι ιδανικά για την ιχνηλασιμότητα της μετάδοσης. Δίνουν θετικά αποτελέσματα ακόμα και στην απλή ύπαρξη του ιού στο ρινοφάρυγγα του ατόμου. Αυτό βέβαια, δεν σημαίνει ότι ο ασυμπτωματικός φορέας θα αναπτύξει νόσο.
2) Μόνο για το κλασικό
Το κλασικό τεστ έχει επιπλέον τη δυνατότητα μαζικής εφαρμογής σε πολλά δείγματα ταυτόχρονα. Επίσης έχει ελαφρώς καλύτερη ευαισθησία από το γρήγορο μοριακό τεστ. Είναι επίσης και λίγο φτηνότερο.
Β. Μειονεκτήματα:
Κλασικό μοριακό: Το υψηλό κόστος και η διαθεσιμότητα αντιδραστηρίων σε περιόδους υψηλής ζήτησης. Ένα μειονέκτημα είναι και το γεγονός ότι χρειάζεται λίγο περισσότερος χρόνος (λίγες ώρες) για τη διενέργειά του.
Ταχύ μοριακό: Το ταχύ μοριακό τεστ παρακάμπτει το μειονέκτημα των λίγων ωρών για την αναμονή του αποτελέσματος, αλλά είναι ακριβότερο και δεν υπάρχει η δυνατότητα διενέργειας πολλών τεστ ταυτόχρονα.
Πότε συστήνεται το μοριακό τεστ
1. Για να τεθεί με ασφάλεια η διάγνωση σε συμπτωματικό ασθενή χωρίς να έχει γίνει άλλο τεστ.
2. Να ληφθούν όλα τα απαραίτητα μέτρα απομόνωσης φορέων ή του ασθενούς και του περιβάλλοντός του όταν έχουν έρθει σε επαφή με επιβεβαιωμένο κρούσμα. Επίσης όταν ιχνηλατούμε τις επαφές ενός επιβεβαιωμένου κρούσματος καλό είναι να εφαρμόζουμε μοριακό τεστ για να έχουμε τη μέγιστη δυνατή ευαισθησία και ειδικότητα.
Το δείγμα σε όλες τις περιπτώσεις είναι επίχρισμα από το ανώτερο αναπνευστικό.
Β: Τεστ αντιγόνων: Πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα
Τα τεστ αντιγόνων (rapid test) ανιχνεύουν πρωτεΐνες στην επιφάνεια του ιού. Επειδή δεν μεσολαβεί τεχνητός πολλαπλασιασμός των μορίων της πρωτεΐνης του ιού, έχουν καλή σχετικά ειδικότητα αλλά όχι τόσο καλή ευαισθησία όσο τα μοριακά τεστ στα οποία συμβαίνει τεχνητός πολλαπλασιασμός του RNA του ιού πριν από την ανίχνευση.
Αυτό σημαίνει μεγαλύτερη πιθανότητα κυρίως ψευδώς αρνητικών αλλά και αυξημένα ψευδώς θετικών αποτελεσμάτων σε σχέση με τα αποτελέσματα από τις μοριακές μεθόδους. Το ψευδώς θετικό αποτέλεσμα ενώ δημιουργεί μια αρχική αίσθηση πανικού και ανησυχίας, μπορεί εύκολα να διαψευστεί από ένα δεύτερο τεστ που θα γίνει την ίδια ή την επόμενη μέρα. Το ψευδώς αρνητικό αποτέλεσμα όμως παρέχει μια επίπλαστη αίσθηση ασφάλειας που μπορεί να αποβεί καταστροφική. Χαρακτηριστικό είναι ότι μετά την εκδήλωση για την ανακοίνωση, από τον Αμερικανό πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ, της πλήρωσης της θέσης αποθανούσας ανωτάτης δικαστού, 12 άτομα συμπεριλαμβανομένου του Προέδρου βρέθηκαν θετικά στον κορωνοϊό, ενώ πριν είχαν ελεγχθεί με τεστ αντιγόνων. Τα αντιγονικά τεστ είχαν βγει αρνητικά και τα ψευδώς αρνητικά άτομα συνέχιζαν να συμπεριφέρονται κανονικά και να μεταδίδουν τον ιό, οδηγώντας σε μεγαλύτερη εξάπλωσή του.
Το αντιγονικό τεστ μπορεί να βοηθήσει κυρίως όταν ελέγχονται ασθενείς με συμπτώματα όπου αυξάνει η ευαισθησία του, αλλά έχει μειωμένη αξιοπιστία στην ανίχνευση φορέων και στην ιχνηλασιμότητα των μεταδόσεων. Η πολιτεία της Νεβάδα στην Αμερική έχει εγκαταλείψει το τεστ αντιγόνων λόγω ακριβώς της μειωμένης ευαισθησίας του και χρησιμοποιεί το μοριακό τεστ, εξηγεί ο κ. Σπανάκης.
Πότε γίνεται το τεστ αντιγόνων;
Γίνεται σε ασθενείς με συμπτώματα, αλλά λόγω του χαμηλού του κόστους χρησιμοποιείται για επιδημιολογικές μελέτες και για να μετρηθεί η σχετικός επιπολασμός της λοίμωξης σε πληθυσμούς και να αποτυπωθεί χρονικά η εξέλιξη της μολυσματικής νόσου.
Είναι χαρακτηριστικό ότι βοηθάει πολύ στη μέτρηση του ιικού φορτίου σε κλειστές δομές και σε ομάδες πληθυσμών με ειδικά χαρακτηριστικά. Τα θετικά δείγματα ασθενών χωρίς συμπτωματολογία πρέπει να επιβεβαιώνονται με μοριακή μέθοδο, ενώ δεν υπάρχει δυστυχώς τρόπος να ανιχνεύσει κάποιος τα ψευδώς αρνητικά. Είναι σχετικά φτηνό και είναι εύκολο να πραγματοποιηθεί χωρίς την ανάγκη εργαστηρίου και ειδικού εξοπλισμού. Το δείγμα είναι ρινοφαρυγγικό επίχρισμα (αυτό που παίρνουμε από τη μύτη), καθώς εκεί βρίσκεται σε μεγαλύτερη συγκέντρωση ο ιός.
C:Τεστ αντισωμάτων: Πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα
Δεν έχουν καλή ειδικότητα και ευαισθησία. Χρησιμοποιούνται μόνο για την ανίχνευση ανοσίας, αλλά δεν δίνουν καλά αποτελέσματα κυρίως λόγω της φύσης της νόσου που δεν «κινητοποιεί» το ανοσοποιητικό μας σύστημα.
Έτσι δεν παρατηρείται παραγωγή αντισωμάτων έναντι του ιού ακόμα και σε ασθενείς που νόσησαν, πόσο μάλλον σε ασυμπτωματικούς φορείς. Για αυτό το λόγο έχουν μικρή αξία για ατομική διαγνωστική χρήση, καθώς επίσης μπορούν εύκολα να ανιχνεύσουν λανθασμένα αντισώματα έναντι άλλων κορωνοϊών και όχι έναντι του SARS-CoV-2.
Πότε γίνεται το τεστ αντισωμάτων;
Το τεστ χρησιμοποιείται για επιδημιολογικές μελέτες και έχει κυρίως ερευνητική περισσότερο αξία. Το δείγμα είναι ορός αίματος, οπότε απαιτείται αιμοληψία.
Πρακτικά, επομένως, το μοριακό τεστ είναι μονόδρομος;
Σε οποιοδήποτε τεστ το ζητούμενο είναι να είναι και ευαίσθητο και ειδικό. Και είναι πολύ λίγα τα τεστ που διαθέτουν και τις δύο ιδιότητες και μάλιστα σε υψηλό βαθμό. Το μοριακό τεστ (κλασικό ή ταχύ) είναι ήδη μια μεγάλη νίκη της επιστήμης απέναντι στην πανδημία της λοίμωξης COVID-19, καθώς συνδυάζει ευαισθησία και ειδικότητα αλλά και άλλα πλεονεκτήματα που λειτουργούν τόσο για το άτομο στο οποίο θα πραγματοποιηθεί όσο και για κοινωνικό σύνολο (λόγω της συνεισφοράς του στην ιχνηλασιμότητα της μετάδοσης). Από αυτή την άποψη η επιλογή του για την όσο το δυνατόν πιο συστηματική πραγματοποίηση ελέγχου του πληθυσμού φαίνεται να αποτελεί μονόδρομο. Ειδικά, με δεδομένο το γεγονός ότι περίπου το 40% των ατόμων που έχουν μολυνθεί από τον κορωνοϊό δεν εμφανίζουν κανένα σύμπτωμα, αλλά εξακολουθούν να μεταδίδουν τον ιό. Ωστόσο, καθώς παρά την τεράστια προσπάθεια που καταβάλλουν οι κατασκευάστριες εταιρείες ενισχυόμενες μάλιστα από τα κράτη προκειμένου να υπάρχουν διαθέσιμα αντιδραστήρια για όλους, αυτό δεν έχει καταστεί ακόμα δυνατόν. Σίγουρα και τα τεστ αντιγόνων έχουν θέση στην καταπολέμηση της επιδημίας και λιγότερο στην ατομική διάγνωση. Μέχρι να καταστεί, επομένως, ει δυνατόν εύκολη και φθηνή η καθιέρωση ενός τεστ ως μοναδικού διαγνωστικού εργαλείου είναι έξυπνο να αφήσουμε την επιλογή της πραγματοποίησης του ελέγχου στον ιατρό μας και όχι στη φυσιολογική αλλά πιθανώς αναίτια ανησυχία μας, καταλήγει ο κ. Σπανάκης.