H κα Ρέτσα τόνισε, αρχικά, ότι στην Ελλάδα υπήρξε αντικειμενικά μια αποτελεσματική αντίδραση, στην πρώτη φάση της πανδημίας και μια αξιοσημείωτη ανταπόκριση στις προκλήσεις που προέκυψαν, τονίζοντας ότι σε αυτή την τόσο δύσκολη συγκυρία, οι φαρμακευτικές εταιρείες στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων, καθώς σχεδόν όλες αναπροσάρμοσαν ταχύτατα τον τρόπο λειτουργίας τους και συνέχισαν να στηρίζουν ποικιλοτρόπως το σύστημα υγείας και τους ασθενείς. Αντίστοιχη αναφορά έκανε και στην ευελιξία που επέδειξε η Πολιτεία, με την ενίσχυση της ηλεκτρονικής συνταγογράφησης και τις τρίμηνες συνταγές, τη δημιουργία νέων κλινών ΜΕΘ, αλλά και την προώθηση της ιδέας για ένα ψηφιακό πιστοποιητικό εμβολιασμού, το οποίο μάλιστα υιοθετήθηκε πανευρωπαϊκά.
Στη συνέχεια σημείωσε ότι η προτεραιοποίηση της αντιμετώπισης της COVID-19, είχε άμεσο αντίκτυπο σε άλλες παθήσεις. Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα ανέφερε την αντιμετώπιση και πρόληψη του καρκίνου σε παγκόσμιο επίπεδο, όπου η επιβάρυνση των συστημάτων υγείας και η αδυναμία πρόσβασης των πολιτών σε δομές υγείας, έχει επιφέρει μείωση των προληπτικών ελέγχων για τον καρκίνο έως και 50% και σύμφωνα με μελέτες, οι νέες διαγνώσεις καρκίνου παγκοσμίως έχουν μειωθεί περίπου 40%, ενώ υπήρξαν τεράστιες καθυστερήσεις στις θεραπείες και μεγάλη αύξηση στη λίστα αναμονής των ασθενών. Άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι χρονίως πάσχοντες που, πλέον, αποφεύγουν να πάνε στο νοσοκομείο για τη θεραπευτική τους αγωγή, καθώς θεωρούν τον χώρο μη ασφαλή.
Ιδιαίτερη βαρύτητα απέδωσε και στο γεγονός ότι οι ασθενείς στην Ελλάδα δεν έχουν ταχεία πρόσβαση στη φαρμακευτική καινοτομία και ότι παρά τα προφανή οφέλη της δεν έχει εξασφαλιστεί ακόμα η ταχεία πρόσβαση των ασθενών στη χώρα μας, στα καινοτόμα σκευάσματα, όπως συμβαίνει σε άλλες χώρες της ΕΕ.
Στη συνέχεια, αναφέρθηκε στους λόγους της περιορισμένης πρόσβασης των ασθενών στις δομές υγείας και στις αναγκαίες θεραπείες τους, υπογραμμίζοντας τα εξής:
Έχουν εξαντληθεί οι δυνατότητες του συστήματος. Η έξαρση των κρουσμάτων COVID-19 και η ραγδαία αύξηση των νέων εισαγωγών δεν αφήνει περιθώρια για την ομαλή λειτουργία των νοσοκομείων.
Ανασταλτικός παράγοντας για την επίσκεψη στον γιατρό αποτέλεσε ο φόβος των ασθενών για συνδιαλλαγή με δομές υγείας, λόγω της πανδημίας.
Εμπόδια υπήρξαν, επίσης, από την αυξημένη λίστα αναμονής και την έλλειψη διαθεσιμότητας γιατρών λόγω COVID-19.
Καθυστερήσεις ή δυσκολία πρόσβασης στον γιατρό αντιμετώπισαν, κυρίως, ασθενείς από την περιφέρεια που δεν είχαν τη δυνατότητα να προσεγγίσουν το νοσοκομείο, λόγω μεγάλης απόστασης, έλλειψης μεταφορικού μέσου ή έλλειψη μέσων συγκοινωνίας, εξαιτίας της πανδημίας.
Σημαντική διαπίστωση είναι πως υπάρχει επίδραση της πανδημίας στη διάθεση των ασθενών, με κυρίαρχα συναισθήματα την ανησυχία και το άγχος. Αναφορικά με την καθυστερημένη πρόσβαση των ασθενών στη φαρμακευτική καινοτομία, υπογράμμισε ότι το υπάρχον μονοπάτι της τιμολόγησης, αξιολόγησης, διαπραγμάτευσης και αποζημίωσης δεν επιτρέπει τη διάθεση στους ασθενείς, σε σύντομο χρόνο, των καινοτόμων θεραπειών, όπως συμβαίνει σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Και αυτό, δυστυχώς συμβαίνει παρά την εξαιρετική δουλειά που συνεχίζουν να κάνουν εν μέσω πανδημίας η Επιτροπή Διαπραγμάτευσης, η Επιτροπή ΗΤΑ, ο ΕΟΦ και οι υπηρεσίες του Υπουργείου.
Στο τρίτο μέρος της τοποθέτησής της, αναφέρθηκε στα βήματα που πρέπει να γίνουν για τη βελτίωση της πρόσβασης των ασθενών στις υπηρεσίες υγείας και τις θεραπείες τους.
Συγκεκριμένα, ξεχώρισε τα εξής:
Ενίσχυση των υποδομών του συστήματος, προσθήκη και νέων κλινών ΜΕΘ και κλινών ΜΕΘ COVID-19.
Ενίσχυση της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας.
Αναθεώρηση του νοσοκομειακού χάρτη της χώρας και συνεργασία μεταξύ περιφερειακών και κεντρικών νοσοκομείων σε νέα βάση.
Κάλυψη των κενών σε ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό.
Δημιουργία του Ταμείου Φαρμακευτικής Καινοτομίας, που θα επιτρέψει την ταχύτερη πρόσβαση των ασθενών σε καινοτόμα φάρμακα.
Ενίσχυση της ψηφιοποίησης του συστήματος και επέκταση της ηλεκτρονικής συνταγογράφησης και στα νοσοκομεία.
Ενίσχυση της πρόληψης της δημόσιας υγείας.
Ενίσχυση των δομών ψυχοκοινωνικής υποστήριξης.
Κλείνοντας τόνισε ότι η παρούσα υγειονομική κρίση μπορεί να είναι η ευκαιρία μας να ξεφύγουμε από ένα νοσοκομειοκεντρικό σύστημα, χωρίς σοβαρή πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας και ανεπαρκείς πολιτικές στον τομέα της πρόληψης και της δημόσιας υγείας και να καλύψουμε τις σύγχρονες ανάγκες του ασθενή.