Οι ερευνητές (μεταξύ των οποίων έξι Έλληνες από ΗΠΑ, Ελλάδα και Νορβηγία), με επικεφαλής την επίκουρη καθηγήτρια προληπτικής ιατρικής Λήδα Χατζή της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Ν.Καλιφόρνια, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο αμερικανικό ιατρικό περιοδικό "JAMA Network Open", μελέτησαν 805 ζεύγη μητέρων-παιδιών από πέντε ευρωπαϊκές χώρες (μεταξύ των οποίων η Ελλάδα), στο πλαίσιο της έρευνας HELIX, η οποία παρακολουθεί μια ομάδα γυναικών και παιδιών από τη γέννηση και μετά σε βάθος χρόνου.
Οι ερευνητές είχαν καταγράψει την κατανάλωση ψαριών κάθε εγκύου και την έκθεση της σε υδράργυρο, ενώ αργότερα τα παιδιά τους ηλικίας έξι έως 12 ετών υποβλήθηκαν σε διάφορες κλινικές εξετάσεις για έλεγχο βάρους, πίεσης του αίματος, χοληστερίνης, τριγλυκεριδίων και επιπέδων ινσουλίνης, ώστε να υπολογιστεί το μεταβολικό «προφίλ» τους. Διαπιστώθηκε ότι το καλύτερο «σκορ» μεταβολισμού είχαν τα παιδιά των οποίων οι έγκυοι μητέρες έκαναν λελογισμένη κατανάλωση ψαριών, αλλά το όφελος εξαφανιζόταν σταδιακά αν η μητέρα κατά την εγκυμοσύνη έτρωγε ψάρια πάνω από τρεις φορές την εβδομάδα.
«Τα ψάρια είναι σημαντική πηγή θρεπτικών ουσιών και η κατανάλωση τους δεν πρέπει να αποφεύγεται. Όμως οι έγκυοι πρέπει να μην ξεπερνούν τη μία έως τρεις μερίδες την εβδομάδα και να μην τρώνε παραπάνω λόγω της πιθανής μόλυνσης των ψαριών με υδράργυρο και άλλους οργανικούς ρύπους», δήλωσε η δρ Χατζή.
Τα ψάρια περιέχουν άφθονα ωμέγα-3 πολυακόρεστα λιπαρά οξέα, που είναι σημαντικά για το αναπτυσσόμενο έμβρυο. Όμως μερικά ψάρια, όπως ο ξιφίας, ο καρχαρίας και το σκουμπρί, πιθανώς περιέχουν υψηλά επίπεδα υδραργύρου, μιας τοξικής ουσίας που μπορεί να προκαλέσει μόνιμη νευρολογική βλάβη.
«Τα ψάρια μπορούν να είναι κοινή πηγή έκθεσης σε ορισμένους χημικούς ρύπους με πιθανές αρνητικές επιπτώσεις», δήλωσε ο μεταδιδακτορικός ερευνητής του ίδιου αμερικανικού πανεπιστημίου Νίκος Στρατάκης. «Είναι πιθανό ότι όταν οι γυναίκες τρώνε ψάρια περισσότερες από τρεις φορές την εβδομάδα, αυτές οι συσσωρευμένες ουσίες μπορεί να αντισταθμίσουν τις επωφελείς επιπτώσεις της κατανάλωσης ψαριών που παρατηρούνται σε χαμηλότερα επίπεδα».
Όπως βρήκε η μελέτη, η υψηλότερη συγκέντρωση υδραργύρου στο αίμα μιας γυναίκας σχετίζεται με μεγαλύτερη πιθανότητα μεταβολικού συνδρόμου στο παιδί της. Εξάλλου, η έρευνα έδειξε με ποιο τρόπο η κατανάλωση ψαριών από τη μητέρα επηρεάζει τα επίπεδα κυτοκινών και αδιποκινών στο παιδί της. Οι δύο αυτοί βιοδείκτες σχετίζονται με αυξημένη συστημική φλεγμονή, η οποία με τη σειρά της συμβάλλει στο μεταβολικό σύνδρομο.
Η νέα έρευνα δείχνει ότι η μέτρια έως υψηλή κατανάλωση ψαριών κατά την εγκυμοσύνη μειώνει τα επίπεδα αυτών των ουσιών που προάγουν τη φλεγμονή. Είναι η πρώτη μελέτη σε ανθρώπους που δείχνει ότι η μείωση αυτών των βιοδεικτών μπορεί να αποτελεί τον υποκείμενο βιολογικό μηχανισμό, ο οποίος εξηγεί γιατί η μητρική κατανάλωση ψαριών βελτιώνει τη μεταβολική υγεία του παιδιού της.
Σε επόμενη φάση, οι ερευνητές σχεδιάζουν να εξειδικεύσουν τα ευρήματα τους, εστιάζοντας σε συγκεκριμένα είδη ψαριών με διαφορετικά επίπεδα θρεπτικών ουσιών και υδραργύρου στον οργανισμό τους και πώς το καθένα από αυτά τα ψάρια επιδρά στον μεταβολισμό των παιδιών έως 15 ετών.
Από ελληνικής πλευράς στην έρευνα συμμετείχαν επίσης η Θεανώ Ρουμελιωτάκη και η Μαρίνα Βαφειάδη του Τμήματος Κοινωνικής Ιατρικής του Πανεπιστημίου Κρήτης, ο Ιωάννης Θεολογίδης του Ινστιτούτου Μοριακής Βιολογίας και Βιοτεχνολογίας του Ιδρύματος Τεχνολογίας και Έρευνας (ΙΤΕ) και η Ελένη Παπαδοπούλου του Τμήματος Περιβαλλοντικής Υγείας του Νορβηγικού Ινστιτούτου Δημόσιας Υγείας.