Νεότερα ερευνητικά ευρήματα από το Ινστιτούτο Βιοϊατρικής Καινοτομίας Lundquist του Ιατρικού Κέντρου Harbor-UCLA έρχονται να αμφισβητήσουν την ευρέως διαδεδομένη πεποίθηση ότι η αυξημένη χοληστερίνη οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε ανάπτυξη στεφανιαίας νόσου, τουλάχιστον στα άτομα με υγιή μεταβολισμό που ακολουθούν την κετογονική δίαιτα.
Η μελέτη επικεντρώθηκε σε 100 άτομα με καλή μεταβολική υγεία και μακροχρόνια υιοθέτηση δίαιτας χαμηλών υδατανθράκων, τα οποία παρουσίασαν αυξημένα επίπεδα LDL-C και ApoB που αποτελούν παραδοσιακούς δείκτες καρδιαγγειακού κινδύνου. Παρά τα υψηλά αυτά επίπεδα, οι συμμετέχοντες εμφάνιζαν υγιείς μεταβολικούς δείκτες, όπως χαμηλά τριγλυκερίδια, υψηλή HDL και φυσιολογική αρτηριακή πίεση, όπως αναφέρεται στο σχετικό δημοσίευμα του news medical-net.
Η καρδιακή αξονική αγγειογραφία που διενεργήθηκε σε αυτή την ομάδα έδειξε επίσης ότι τα αυξημένα λιπίδια δεν σχετίζονταν με την ύπαρξη ή την εξέλιξη αθηρωματικής πλάκας στις αρτηρίες.
Ο επικεφαλής της μελέτης, Δρ. Matthew Budoff, τόνισε τη σημασία της εξατομικευμένης προσέγγισης στην αξιολόγηση του καρδιαγγειακού κινδύνου υποστηρίζοντας χαρακτηριστικά πως «είναι κρίσιμο οι γιατροί και το κοινό να γνωρίζουν πως ο κίνδυνος πρέπει να εκτιμάται με βάση το ατομικό προφίλ υγείας».
Η μελέτη δημοσιεύθηκε στο Journal of the American College of Cardiology και έρχεται να ενισχύσει προηγούμενα ευρήματα της ίδιας ερευνητικής ομάδας, σύμφωνα με τα οποία η αύξηση της LDL χοληστερόλης λόγω κετογονικής διατροφής δεν συνεπάγεται απαραίτητα αυξημένο καρδιολογικό κίνδυνο.