Επιστήμονες στην Ιαπωνία βρήκαν ότι το περισσότερο μάσημα της τροφής οδηγεί το σώμα στο να σπαταλάει περισσότερη ενέργεια και να αυξάνει τον μεταβολισμό του φαγητού στο πεπτικό σύστημα.
Προηγούμενες μελέτες έχουν δείξει ότι το καλό μάσημα κάνει καλό στην πέψη και μειώνει επίσης τις πιθανότητας πρόσληψης βάρους. Ωστόσο, οι παράγοντες πίσω από αυτό το αποτέλεσμα δεν ήταν σαφείς μέχρι σήμερα.
Η νέα μελέτη αποκαλύπτει ότι τα στοματικά ερεθίσματα, τα οποία συνδέονται με τη γεύση του φαγητού στο στόμα, και ο χρόνος που αφιερώνεται στη μάσηση, παίζουν ρόλο στην αύξηση της ποσότητας ενέργειας που καταναλώνει κάποιος ενώ τρώει. Καθώς ένα άτομο μασάει την τροφή του περισσότερο, το σώμα καταναλώνει περισσότερη ενέργεια. Αυτό αυξάνει τον μεταβολισμό και την εντερική κινητικότητα, τα οποία οδηγούν σε μεγαλύτερη παραγωγή θερμότητας από τον καταναλωτή μετά το γεύμα του. Αυτή η διαδικασία ονομάζεται θερμογένεση που προκαλείται από τη δίαιτα (DIT).
Μελέτες δείχνουν ότι υψηλότερα επίπεδα DIT αυξάνουν επίσης την κυκλοφορία του αίματος στην σπλαχνική περιοχή και στην κοιλιά. Στον δρ. Υuka Hamada και στον καθηγητή Naoyuki Hayashi από το Πανειπστήμιο Waseda εναποτέθηκε να βρεθεί ο σύνδεσμος μεταξύ του χρόνου μασήματος και του DIT.
«Δεν είμασταν βέβαιοι αν το μέγεθος του φαγητού που εισήλθε στο πεπτικό σύστημα συνεισέφερε στην αύξηση του DIT, που παρατηρήθηκε μετά την αργή κατανάλωση φαγητού. Επίσης, αναρωτηθήκαμε αν το στoματικά ερεθίσματα που παράγονται κατά το παρατεταμένο μάσημα φαγητού διαδραματίζει κάποιο ρόλο στο αυξανόμενο DIT; Για να ορίσουμε ότι το αργό μάσημα είναι ένας αποτελεσματικός και επιστημονικός τρόπος διαχείρισης βάρους, χρειάστηκε να κοιτάξουμε εις βάθος σε αυτούς τους τομείς» είπε ο καθηγητής Hayashi.
Μασώντας περισσότερο, το πεπτικό σύστημα λειτουργεί πιο σκληρά
Η ομάδα διεξήγαγε τρία πειράματα στα οποία συμμετείχαν εθελοντές που έτρωγαν ένα δείγμα 20 χιλιοστόλιτρων υγρής τροφής με τρεις διαφορετικούς τρόπους. Πρώτα, οι συμμετέχοντες σε μια ομάδα ελέγχου κατάπιναν τη δοκιμαστική τροφή κανονικά κάθε 30 δευτερόλεπτα. Στη δεύτερη δοκιμή, οι εθελοντές κράτησαν το φαγητό στο στόμα τους για 30 δευτερόλεπτα χωρίς να το μασήσουν, απολαμβάνοντας τη γεύση πριν το καταπιούν. Τέλος, οι συμμετέχοντες μασούσαν και απολάμβαναν τη γεύση της τροφής δοκιμής τους — μασώντας την περίπου μία φορά το δευτερόλεπτο για 30 δευτερόλεπτα και στη συνέχεια κατάπιναν.
Σε όλο το πείραμα, οι ερευνητές μέτρησαν παράγοντες όπως η πείνα, η πληρότητα, οι μεταβλητές ανταλλαγής αερίων, το DIT και η σπλαχνική κυκλοφορία του αίματος μετά από κάθε δοκιμαστικό γεύμα. Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι το επίπεδο της πείνας ή της πληρότητας κάθε ατόμου δεν άλλαξε ανάλογα με το πώς έτρωγε το φαγητό του, αλλά η ανταπόκριση του σώματος στο να μασήσει περισσότερο άλλαξε.
«Βρήκαμε ότι το DIT ή η παραγωγή ενέργειας αυξήθηκε μετά την κατανάλωση ενός γεύματος και αυξήθηκε με τη διάρκεια κάθε γευστικής διέγερσης και τη διάρκεια της μάσησης. Αυτό σημαίνει ότι στα στοματικά ερεθίσματα, που αντιστοιχούν στη διάρκεια της γεύσης του φαγητού στο στόμα και στη διάρκεια της μάσησης, αυξήθηκε το DIT», αναφέρει ο Hayashi.
Η ομάδα διαπίστωσε επίσης ότι η ανταλλαγή αερίων, η οξείδωση των πρωτεϊνών και η ροή του αίματος αυξάνονταν όσο περισσότερο μασούσε κάποιος την τροφή του. Οι συγγραφείς της μελέτης εξηγούν ότι καθώς η σπλαχνική κοιλιοκάκη στην κοιλιακή χώρα παρέχει περισσότερο αίμα στο πεπτικό σύστημα, υπάρχει περισσότερη υγιής κίνηση στον γαστρεντερικό σωλήνα. Όλα αυτά οδηγούν σε καλύτερη πέψη και λιγότερο κίνδυνο μεταβολικών καταστάσεων όπως ο διαβήτης και η παχυσαρκία.
«Ενώ η διαφορά στην ενεργειακή δαπάνη ανά γεύμα είναι μικρή, το σωρευτικό αποτέλεσμα που συγκεντρώνεται κατά τη διάρκεια πολλαπλών γευμάτων, που λαμβάνονται κάθε μέρα και 365 ημέρες το χρόνο, είναι σημαντικό», καταλήγει ο Hayashi.
Η μελέτη δημοσιεύεται στο περιοδικό Scientific Reports.
ΠΗΓΗ: studyfinds