Επιστήμονες στο Πανεπιστήμιο του Μάρσαλ αναφέρουν ότι η καψαϊκίνη - η ουσία που δινει στις πιπιεριές τσίλι την καυτή και πικάντικη γεύση τους - μπορεί επίσης να εμποδίσει πολλαπλές μορφές καρκίνου από το να αναπτυχθούν.
Το μεγαλύτερο εμπόδιο, όμως, που έπρεπε να ξεπεράσουν οι επιστήμονες, είναι να βρουν τον καλύτερο να παραδώσουν την καψαϊκίνη στους ασθενείς. Οι επιστήμονες αναφέρουν ότι η έκθεση τους είναι η πρώτη που εξέτασε σκευάσματα παρατεταμένης αποδέσμευσης καψαϊκίνης ως αντικαρκινικό φάρμακο. Αυτές οι μέθοδοι παράδοσης περιλάμβαναν συστήματα στερεής διασποράς, λιποσώματα, σύμπλέγματα φωσφολιπιδίων και νανοσωματίδια.
«Αυτό το άρθρο ανασκόπησης, είναι το πρώτο που παρείχε μία ολοκληρωμένη επίσκόπηση των σκευασμάτων καψαϊκίνης στον ανθρώπινο καρκίνο» ανέφερε ο συγγραφέας, Dasgupta Piyali Dasgupta, σε μια πανεπιστημιακή έκδοση . «Προηγούμενες δημοσιεύσεις στη βιβλιογραφία αφορούν μόνο εν συντομία τα σκευάσματα παρατεταμένης αποδέσμευσης καψαϊκίνης».
Η ομάδα επιστημόνων εντόπισε ότι η καψαϊκίνη επέδειξε μία ικανότητα να καταπνίγει σημαντικά μία ευρεία γκάμα ανθρώπινων καρκίνων. Προηγούμενες μελέτες έχουν βρει επίσης ότι το συστατικό στις πιπεριές τσίλι λειτουργεί ως κλειδί στη μάχη κατά του καρκίνου του πνεύμονα.
Ωστόσο, οι επιστήμονες εντόπισαν επίσης, ότι η παράδοση καψαϊκίνης με πιο παραδοσιακούς τρόπους (όπως με χάπια) έχει μία σειρά παραγόντων που λειτουργούν εναντίον της. Πέρα από τη φτωχή ικανότητα να απορροφηθεί από το ανθρώπινο σώμα, ένα χάπι καψαϊκίνης είναι κυριολεκτικά πολύ καυτό για κάποιους ασθενείς.
«Η από του στόματος χρήση καψαϊκίνης σχετίζεται με δυσμενείς παρενέργειες όπως κράμπες στο στομάχι, ναυτία, αίσθημα καύσου στο έντερο και γαστρεντερικό ερεθισμό», λέει η καθηγήτρια Βιοϊατρικών Επιστημών Monica Valentovic, Ph.D. «Μια στρατηγική για να ξεπεραστούν αυτά τα μειονεκτήματα είναι η ανάπτυξη διαφορετικών συστημάτων χορήγησης, όπως η ενθυλάκωση της καψαϊκίνης σε συστήματα χορήγησης φαρμάκων παρατεταμένης αποδέσμευσης μακράς δράσης θα μπορούσε να επιτρέψει πιο σταθερά επίπεδα καψαϊκίνης που θα μπορούσαν να είναι πιο αποτελεσματικά ως αντικαρκινικοί παράγοντες».
Τα ευρήματα της μελέτης δημοσιεύτηκαν στο Pharmacology & Therapeutics
ΠΗΓΗ: studyfinds