Η ετήσια έκθεση του ΟΗΕ για τη βιώσιμη ανάπτυξη βαθμολογεί τις επιδόσεις των 193 χωρών μελών του οργανισμού σε ό,τι αφορά την εφαρμογή 17 «στόχων βιώσιμης ανάπτυξης» (SDG), στους οποίους περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων η πρόσβαση στην παιδεία και την υγειονομική περίθαλψη, η καθαρή ενέργεια και η βιοποικιλότητα.
Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι κανένας από τους 17 στόχους δεν θα έχει επιτευχθεί ως το 2030, ενώ στους περισσότερους τομείς παρατηρήθηκε «περιορισμένη ή αντιστροφή της προόδου».
«Αυτό που δείχνει η έκθεση είναι ότι, ακόμη και πριν ενσκήψει η πανδημία, οι πρόοδοι ήταν ήδη αργές», σχολίασε ο Γκιγιόμ Λαφορτίν, αντιπρόεδρος του Δικτύου Λύσεων για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη του ΟΗΕ (SDSN) και βασικός συντάκτης της έκθεσης.
«Αφού ενέσκηψε η πανδημία και άλλες κρίσεις -περιλαμβανομένων στρατιωτικών συγκρούσεων- τότε μιλάμε για τέλμα», πρόσθεσε.
Σύμφωνα με το SDSN, οι μεγαλύτερες αδυναμίες παρατηρούνται στην αντιμετώπιση της πείνας, στη δημιουργία βιώσιμων πόλεων και στην προστασία της βιοποικιλότητας. Εξάλλου «αντίστροφη πρόοδος» παρατηρείται και σε πολιτικούς στόχους, όπως η ελευθερία του Τύπου.
Με βάση την κατάταξη της έκθεσης, η Σουηδία και η Δανία βρίσκονται στην κορυφή του καταλόγου, ενώ η Κίνα σημείωσε προόδους μεγαλύτερες από τον μέσο όρο. Ωστόσο στις πιο φτωχές χώρες παγκοσμίως η πορεία ήταν αντίστροφη.
Ο Λαφορτίν εκτίμησε ότι οι αναπτυσσόμενες χώρες έχουν ανάγκη μεγαλύτερη πρόσβαση στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα, ενώ πρόσθεσε ότι θεσμοί, όπως οι οίκοι αξιολόγησης, θα πρέπει να ενθαρρυνθούν να λαμβάνουν υπόψη τους και τη μακροπρόθεσμη περιβαλλοντική και οικονομική ευημερία των χωρών και όχι μόνο τη βραχυπρόθεσμη ρευστότητά της.
Η έκθεση αποτιμά επίσης τη βούληση των χωρών να συνεργαστούν σε παγκόσμιο επίπεδο μέσω των θεσμών του ΟΗΕ, με τις ΗΠΑ να βρίσκονται στην τελευταία θέση.
«Η μεγάλη πλειονότητα των χωρών στηρίζουν τη συνεργασία, (…) αλλά υπάρχει ένας αριθμός μεγάλων δυνάμεων που δεν παίζουν με τους κανόνες του παιχνιδιού», σχολίασε ο Λαφορτίν.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ