Σύμφωνα με την Ένωση Πνευμονολόγων Ελλάδας, η ΧΑΠ αποτελεί «μακροχρόνια ασθένεια, που προκαλεί φλεγμονή στους πνεύμονες, κατεστραμμένο ιστό των πνευμόνων και στένωση των αεραγωγών, καθιστώντας δύσκολη την αναπνοή». Αν και μη θεραπεύσιμη, η ΧΑΠ ελέγχεται - πάντοτε με την αρωγή του πνευμονολόγου - με συνέπεια να μην εξελίσσεται. Βασική αιτία της ΧΑΠ είναι το κάπνισμα. Ρόλο, ωστόσο, μπορεί να παίξουν ενδογενείς παράγοντες (έλλειψη ενζύμου), αλλά και εξωγενείς, όπως συγκεκριμένες εργασιακές συνθήκες ή η μόλυνση του περιβάλλοντος.
Τα συμπτώματα της ΧΑΠ είναι κατά κανόνα η δύσπνοια και ο χρόνιος βήχας, με ή χωρίς φλέγμα. Αυτά πρέπει να κινήσουν την υποψία, ώστε να επισκεφθούμε τον πνευμονολόγο και να γίνει η διάγνωση, που διενεργείται αποκλειστικά με τη σπιρομέτρηση. Με την πάροδο του χρόνου, οι νοσούντες μπορεί να εμφανίσουν κόπωση, ανορεξία και απώλεια βάρους. Βασικό χαρακτηριστικό της ασθένειας είναι οι περίοδοι επιδείνωσης των συμπτωμάτων, γνωστές ως παροξύνσεις. Μπορεί να προκληθούν από λοιμώξεις ή έκθεση σε υψηλή ατμοσφαιρική ρύπανση. Τα συμπτώματα της ΧΑΠ επιδεινώνονται με το πέρασμα του χρόνου και οι εξάρσεις δύναται να επιταχύνουν την πρόοδο της νόσου.
Το τετράπτυχο ελέγχου συνίσταται στην παρότρυνση-υποστήριξη του ασθενούς να διακόψει το κάπνισμα, στη μείωση της έκθεσής του σε εξωτερική ατμοσφαιρική ρύπανση, στην εκγύμνασή του και στην πρόληψη των εξάρσεων μέσω του εμβολιασμού. Με την κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή, συνδυαστικά με την παροχή κοινωνικής, ψυχολογικής και πνευματικής υποστήριξης, ο ασθενής βελτιώνεται και η νόσος αναχαιτίζεται.