Μέχρι και τις μέρες μας επικρατεί η πεποίθηση ότι ο Χριστόφορος Κολόμβος και οι ναυτικοί του μετέφεραν τη σύφιλη στην Ευρώπη από την Αμερική. Ωστόσο, έρευνα του 2020 έδειξε ότι η ασθένεια είναι πιθανόν να προϋπήρχε χιλιάδες χρόνια πριν ο Χριστόφορος Κολόμβος κάνει το υπερατλαντικό ταξίδι. Συγκεκριμένα, επιστήμονες εντόπισαν το βακτήριο Treponema pallidum endemicum, στενό συγγενή του μικροβίου της σύφιλης, σε σκελετούς ανθρώπων που ζούσαν στις ακτές της Βραζιλίας πριν από χιλιάδες χρόνια. Ειδικότερα, εντόπισαν ίχνη DNA του μικροβίου σε ανθρώπινους σκελετούς ηλικίας 2.000 ετών και το χρησιμοποίησαν για να δημιουργήσουν το παλαιότερο γνωστό γονιδίωμα μικροβίου που συγγενεύει με αυτό της σύφιλης. Η ανακάλυψη αυτή μεταθέτει την προέλευση του μικροβίου κατά περισσότερα από 1.000 χρόνια νωρίτερα.
Τις τελευταίες δεκαετίες, οι αρχαιολόγοι στην Ευρώπη και την Αμερική έχουν διερευνήσει την προέλευση της σύφιλης και των μη αφροδισίων συγγενών της αναζητώντας αλλαγές στα οστά που είναι χαρακτηριστικές των ασθενειών αυτών. Αλλά μέχρι τώρα, δεν είχαν βρει καμία γενετική απόδειξη αυτών των ασθενειών πριν από το πρώτο ταξίδι του Κολόμβου στην Αμερική.
Η Βερίνα Σούνεμαν, παλαιογενετίστρια στο Πανεπιστήμιο της Ζυρίχης και η ομάδα της ανακάλυψαν DNA από το βακτήριο T. pallidum endemicum σε σκελετούς από τον αρχαιολογικό χώρο Jabuticabeira II. Ο χώρος βρίσκεται κοντά στη Laguna do Camacho, στη νότια ακτή της Βραζιλίας.
Περισσότεροι από 200 άνθρωποι θάφτηκαν στην Jabuticabeira II κατά τη διάρκεια μιας περιόδου 1.500 ετών, από το 1.200 π.Χ. έως το 400 μ.Χ. Όλοι τους είχαν ταφεί κουλουριασμένοι και δίπλα τους υπήρχαν προσφορές, όπως πέτρινα εργαλεία, ψάρια και κόκκινη ώχρα. Μια προηγούμενη ανάλυση των σκελετών αποκάλυψε δεκάδες περιπτώσεις οστικών αλλοιώσεων.
Για την περαιτέρω μελέτη αυτών των λειψάνων, οι ερευνητές εξέτασαν δείγματα οστών από 99 σκελετούς αναζητώντας DNA από παθογόνους μικροοργανισμούς. Διαπίστωσαν ότι 37 από τους σκελετούς βρέθηκαν θετικοί στο παθογόνο. Τέσσερα από τα δείγματα, που χρονολογούνται από το 350 π.Χ. έως το 573 μ.Χ., παρήγαγαν αρκετά δεδομένα ώστε οι ερευνητές να ανακατασκευάσουν το γονιδίωμα του παθογόνου.
Αυτά τα γονιδιώματα μοιάζουν εντυπωσιακά με εκείνα του αιτιολογικού μικροβιακού παράγοντα της σύγχρονης ενδημικής σύφιλης, έγραψαν οι ερευνητές στη μελέτη τους. Επίσης, η ενδημική σύφιλη (bejel), εξαπλώνεται από άτομο σε άτομο μέσω της επαφής με πληγές στο δέρμα ή στο στόμα. Σήμερα, εμφανίζεται σε ζεστά, ξηρά μέρη της ανατολικής Μεσογείου και της δυτικής Ασίας και όχι σε παράκτιες, υγρές περιοχές όπως αυτό το τμήμα της Βραζιλίας.
Η ενδημική σύφιλη μπορεί να αντιμετωπιστεί με αντιβιοτικά. Ωστόσο, πριν από χιλιάδες χρόνια, οι ιθαγενείς της Βραζιλίας μάλλον δεν είχαν κάποια αποτελεσματική θεραπεία, που σημαίνει ότι απλά ζούσαν με την πάθηση για όσο αυτή τους το επέτρεπε.
«Δεν υπάρχουν ιστορικά κείμενα που να περιγράφουν τα συμπτώματα που είχαν οι άνθρωποι πριν από 2.000 χρόνια», εξήγησε η Σούνεμαν στο Live Science. Ωστόσο, «τα βακτήρια πιθανότατα προκαλούσαν παρόμοιες δερματικές αλλοιώσεις», πρόσθεσε.
Κανένας από τους ανθρώπους που θάφτηκαν στην Jabuticabeira II δεν φαίνεται να είχε εξοστρακιστεί λόγω της ασθένειάς του, γεγονός που υποδηλώνει ότι αντιμετωπίστηκαν ισότιμα, έγραψαν οι ερευνητές στη μελέτη τους.
Οι ερευνητές κατάφεραν να υπολογίσουν εκ νέου την πιθανή ημερομηνία προέλευσης του βακτηρίου, τοποθετώντας το κάπου μεταξύ του 780 π.Χ. και του 450 μ.Χ., περισσότερο από χίλια χρόνια νωρίτερα από ό,τι πιστευόταν προηγουμένως.
Η Μπρέντα Μπέικερ, ανθρωπολόγος στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο της Αριζόνα, η οποία δεν συμμετείχε στη μελέτη, δήλωσε στο Live Science ότι τα ευρήματα είναι πολύ συναρπαστικά και υποστηρίζουν την υπόθεση ότι οι εν λόγω ασθένειες υπήρχαν για μεγάλο χρονικό διάστημα στην Αμερική.
«Η ανάκτηση ενός τόσο αρχαίου γονιδιώματος υποδηλώνει ότι μπορεί σύντομα να είμαστε σε θέση να καλύψουμε τεράστια κενά στην κατανόηση της εξέλιξης και της κατανομής αυτού του παθογόνου στην αρχαιότητα, καθώς ανακτάται περισσότερο aDNA [αρχαίο DNA] από άλλες τοποθεσίες σε ολόκληρο τον κόσμο», δήλωσε.
Ωστόσο, αυτή η νέα ημερομηνία προέλευσης δεν παρέχει στοιχεία για την προέλευση της αφροδίσιας σύφιλης, σημείωσε η Σούνεμαν.
«Δυστυχώς, δεν έχουμε αρκετά δεδομένα για να μπορούμε να πούμε ποιο υποείδος [του T. pallidum] είναι το παλαιότερο», δήλωσε και καταλήγοντας η ερευνήτρια πρόσθεσε πως «θα χρειαστούν περισσότερα παλαιά γονιδιώματα από άλλα υποείδη».
Τα ευρήματα της μελέτης δημοσιεύθηκαν στο επιστημονικό περιοδικό «Nature».
ΠΗΓΗ: Ert News