Το νέο κεφάλαιο στο «σήριαλ» clawback εισάγει τροπολογία που κατέθεσε το Υπουργείο Οικονομικών. Η τροπολογία από τη μια παρατείνει τη διάρκεια ισχύος του μέτρου υποχρεωτικής επιστροφής του ποσού της υπέρβασης της φαρμακευτικής δαπάνης (clawback), που επιβαρύνει τις εταιρείες του κλάδου. Από την άλλη όμως θεσμοθετεί και την πρόβλεψη απομείωσης του ποσού, σταδιακά έως το 2025, σύμφωνα με τις δεσμεύσεις της χώρας στο πλαίσιο της χρηματοδότησης από το Ταμείο Ανάκαμψης.
Με τα επιτελεία του Υπ. Οικονομικών και Υγείας, όμως, να μην έχουν «αποκαλύψει» το ακριβές σχέδιο επίτευξης του εξορθολογισμού των υποχρεωτικών επιστροφών, εν αναμονή ολοκλήρωσης της συζήτησης και με τις φαρμακευτικές εταιρείες, προβληματισμός εκφράζεται από την αγορά για τον τρόπο με τον οποίο θα μειωθεί τελικά το clawback.
Παράταση του clawback
Το μέτρο του clawback αποτελεί επιβεβαίωση του ρητού “ουδέν μονιμότερο του προσωρινού”. Η αυτόματη επιστροφή της υπέρβασης της φαρμακευτικής δαπάνης εισήχθη το 2012 στην εξωνοσοκομειακή δαπάνη και επρόκειτο να έχει προσωρινό χαρακτήρα, επιδιώκοντας να εξισορροπήσει τη φαρμακευτική δαπάνη, η οποία είχε εκτοξευθεί τα προηγούμενα χρόνια.
Στην πορεία, βέβαια, το μέτρο επεκτάθηκε και στη νοσοκομειακή φαρμακευτική δαπάνη (το 2016) και η πορεία του είναι μέσα σε αυτή τη σχεδόν δεκαετία σταθερά ανοδική. Με την τροπολογία του Υπ. Οικονομικών που κατατέθηκε σε νομοσχέδιο του Υπ. Εργασίας το μέτρο παρατείνεται έως το 2025.
Η εκτίναξη του ποσού του clawback και οι παρενέργειες του στην αγορά κατέστησαν σύντομα σαφές πως ο εξορθολογισμός της δαπάνης και του μέτρου είναι απαραίτητη, καθώς καθιστά τον προϋπολογισμό του φαρμάκου μη βιώσιμο. Αρχικά, όμως οι μόνες παρεμβάσεις περιορίζονταν σε μειώσεις τιμών, που όπως απεδείχθη δεν κατάφεραν να κάμψουν την υπέρβαση της δαπάνης, καθώς οι όγκοι παρέμειναν αυξημένοι και η υποκατάσταση, δηλαδή η αντικατάσταση φθηνών και καθιερωμένων φαρμάκων, που αποσύρονταν γιατί η κυκλοφορία τους ήταν ασύμφορη, με ακριβότερες θεραπείες, δυναμίτιζαν τις προσπάθειες. Διαρθρωτικά εργαλεία, όπως τα πρωτόκολλα, εφαρμόστηκαν με περιορισμούς ή αποσπασματικά και άλλα μέτρα όπως το «επενδυτικό clawback» και η εξαίρεση εμβολίων από τη δαπάνη, φαίνεται πως ελάχιστα βελτίωσαν την κατάσταση.
Ωστόσο, για το νέο Υπουργό Υγείας, Θ. Πλεύρη, ο οποίος δεν διστάζει να μιλήσει για θηριώδη clawback που πρέπει να εξαφανιστούν, πρώτα πρέπει να εξαντληθούν όλες οι διαρθρωτικές αλλαγές. Έχει, άλλωστε, ξεκαθαρίσει προς όλες τις πλευρές πως η αύξηση της δαπάνης δεν αποτελεί επιλογή, τουλάχιστον προς το παρόν. «Το πρόβλημα της φαρμακευτικής δαπάνης δεν είναι θέμα τιμών, αλλά είναι θέμα κατανάλωσης», σημείωσε ο κ. Πλεύρης στη συνέντευξη του στον Over FM.
Μάλιστα εκτίμησε ότι, «αν περιοριστεί κατανάλωση σε αυτήν την οποία έχει ανάγκη ο πολίτης και ο ασθενής και δεν υπάρχει υπερσυνταγογράφηση εις βάρος του κράτους τότε θεωρώ ότι οι προϋπολογισμοί μπορεί να είναι ρεαλιστικοί». Η αρχική κουβέντα, κατά τον Υπουργό, είναι «να ελέγξουμε την κατανάλωση και να πάρουμε τα διαρθρωτικά μέτρα εκείνα, ώστε τα φάρμακα που καταναλώνονται να αντιστοιχούν στις πραγματικές ανάγκες των πολιτών και των ασθενών». «Θέλουμε ο ασθενής να έχει πρόσβαση και στις ακριβές θεραπείες και τα καινοτόμα φάρμακα, αλλά στην αντίστοιχη ποσότητα», συμπλήρωσε και αναφέρθηκε σε έλεγχο της συνταγογράφησης, θεραπευτικά πρωτόκολλα και αντιστοίχηση της κατανάλωσης φαρμάκων στη χώρα, κατ’ αναλογία με τις καταναλώσεις στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Προειδοποίησε, μάλιστα, πως «αν δε βοηθηθούμε να παρθούν όλα αυτά τα διαρθρωτικά μέτρα υποχρεωτικά θα υπάρξουν και μειώσεις. Άρα καλό είναι να ξεκινήσουμε από το ομαλό, το πολιτικά ορθό, που είναι να εξορθολογίσουμε την κατανάλωση κι αν γίνει αυτό δεν θα χρειαστεί παραπάνω κουβέντα».
«Κοκκίνησε» το clawback στο νοσοκομειακό φάρμακο
Η ίδια η δαπάνη έχει παραμείνει, με ελάχιστες αποκλίσεις, σταθερή, το ποσό του clawback όμως αυξάνεται διαρκώς φθάνοντας το 2020 τα 796 εκατ. ευρώ για την εξωνοσοκομειακή δαπάνη (στοιχεία του ΙΟΒΕ). Μάλιστα, το σχετικό γράφημα του ΙΟΒΕ μαρτυρά πως η συνολική εξωνοσοκομειακή δαπάνη το περασμένο έτος είναι σχεδόν στο ίδιο επίπεδο με τη συνολική δαπάνη του 2012, πρώτη χρονιά εφαρμογής του clawback, που ανήλθε σε 79 εκατ. ευρώ. Τότε η δημόσια εξωνοσοκομειακή φαρμακευτική δαπάνη ήταν στα 2,880 δισ. ευρώ, ενώ τα rebate είχαν ανέλθει σε 193 εκατ. ευρω.
Μπορεί ο μεγαλύτερος «πονοκέφαλος» τα προηγούμενα χρόνια να πήγαζε από την εξωνοσοκομειακή δαπάνη, ωστόσο εφέτος η συζήτηση και ο προβληματισμός κινείται γύρω από τη σημαντική άνοδο που καταγράφει η νοσοκομειακή δαπάνη του 2020, στην αύξηση της οποίας φέρεται να έχει συνεισφέρει και η πίεση στις ΜΕΘ, λόγω COVID-19.
Σύμφωνα με πληροφορίες του News4Health, η υπέρβαση της νοσοκομειακής φαρμακευτικής δαπάνης το 2020, δηλαδή το clawback που θα καταβάλουν οι εταιρείες, αγγίζει το ύψος της δημόσιας δαπάνης. Δηλαδή, η συνολική δαπάνη στην πράξη σχεδόν διπλασιάζεται λόγω του υπέρογκου clawback! Συγκεκριμένα, ο δημόσιος προϋπολογισμός ανέρχεται στα 513 εκατ. ευρώ για Νοσοκομεία ΕΣΥ και ΠΝΘ Παπαγεωργίου (στοιχείο ΙΟΒΕ), ενώ οι πληροφορίες αναφέρουν πως το clawback για το νοσοκομειακό φάρμακο θα κλείσει στα 474 εκατ. ευρώ, που αντιστοιχούν σε πάνω από 206 εκατ. ευρώ το α’ εξάμηνο και πάνω από 268 το β’ εξάμηνο!
Θυμίζουμε ότι, λόγω τεχνικών ζητημάτων, δεν κατάφεραν να εφαρμοστούν στη δαπάνη του 2021 οι εκπτώσεις που επιτεύχθηκαν με τις διαπραγματεύσεις και με ρύθμιση προβλέφθηκε η μεταφορά τους το επόμενο έτος. Τι θα σημάνει αυτό για τη φετινή δαπάνη, μένει να φανεί. Την ίδια ώρα βέβαια, οι διαγωνισμοί για προμήθεια φαρμάκων στα νοσοκομεία γίνονται με το σταγονόμετρο, όταν γίνονται.
Δέσμευση μείωσης του clawback
Οι επιπτώσεις του χρονίζοντος προβλήματος της υπέρβασης της φαρμακευτικής δαπάνης, όπως ο περιορισμός της επιχειρηματικότητας, ο κίνδυνος να μην κυκλοφορούν στη χώρα απαραίτητα φάρμακα, αύξησαν την πίεση για την επίλυση του. Ο εξορθολογισμός του clawback εντάχθηκε στο Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανασυγκρότησης και στο πλαίσιο των υποχρεώσεων που προκύπτουν έπρεπε να θεσμοθετηθούν οι προβλέψεις των ποσών απομείωσης από 2022 και μετά.
Η τροπολογία του Υπ. Οικονομικών προβλέπει, λοιπόν, πως «στην περίπτωση που το συνολικό ύψος της αυτόματης επιστροφής (clawback) της φαρμακευτικής δαπάνης, της νοσοκομειακής φαρμακευτικής δαπάνης των φαρμακείων του ΕΟΠΥΥ, καθώς και της νοσοκομειακής φαρμακευτικής δαπάνης των νοσοκομείων του ΕΣΥ και του ΓΝΘ Παπαγεωργίου για το έτος 2022 παρουσιάσει, με βάση τα απολογιστικά στοιχεία, αύξηση σε σχέση με το συνολικό ύψος της αυτόματης επιστροφής της αντίστοιχης δαπάνης του έτους 2020, τα ετήσια συνολικά όρια της φαρμακευτικής δαπάνης και της νοσοκομειακής φαρμακευτικής δαπάνης των φαρμακείων του ΕΟΠΥΥ, το νοσοκομείων του ΕΣΥ και του ΓΝΘ Παπαγεωργίου για το έτος 2022 προσαυξάνονται κατά το ποσό των 50 εκατ. ευρώ».
Ενώ, «στην περίπτωση που το συνολικό ύψος της αυτόματης επιστροφής (clawback) της φαρμακευτικής δαπάνης, της νοσοκομειακής φαρμακευτικής δαπάνης των φαρμακείων του ΕΟΠΥΥ, καθώς και της νοσοκομειακής φαρμακευτικής δαπάνης των νοσοκομείων του ΕΣΥ και του ΓΝΘ Παπαγεωργίου για το έτος 2022 παρουσιάζει, με βάση τα απολογιστικά στοιχεία, μείωση μικρότερη από 50 εκατ. ευρώ σε σχέση με το συνολικό ύψος της αυτόματης επιστροφής της αντίστοιχης δαπάνης του 2020, τα αντίστοιχα ετήσια συνολικά όρια της φαρμακευτικής δαπάνης και της νοσοκομειακής φαρμακευτικής δαπάνης των φαρμακείων του ΕΟΠΥΥ, το νοσοκομείο του ΕΣΥ και του ΓΝΘ Παπαγεωργίου προσαυξάνονται κατά την διαφορά που προκύπτει ανάμεσα στο στόχο μείωσης των 50 εκατ. ευρώ και στην πραγματική μείωση του ύψους της αυτόματης επιστροφής».
Βάση του υπολογισμού της απομείωσης του ύψους του clawback για τα έτη 2022-2025 θα αποτελεί η δαπάνη του 2020 και θα κλιμακώνεται σταδιακά από τα 50 εκατομμύρια το 2022, στα 150 εκατ. ευρώ το 2023, 300 εκατ. ευρώ το 2024 και 400 εκατ. ευρώ το 2025.
Πώς θα επιτευχθεί όμως η μείωση αυτή δεν έχει ακόμα αποσαφηνιστεί. Για αυτό και στελέχη της αγοράς εκφράζουν ανησυχία κατά πόσο θα αποτελεί ρεαλιστική μείωση ή απλά μετακίνηση του προβλήματος σε άλλους τομείς, όπως για παράδειγμα επιβάρυνση του rebate. Αν και είναι αποδεκτή από όλους η σημασία λήψης γενναίων αποφάσεων, με προτεραιοποίηση των αναγκών και ρεαλιστικές προσεγγίσεις, εκτιμάται ότι μια κάποια ενίσχυση του φαρμακευτικού προϋπολογισμού θα είναι τελικά αναπόφευκτη.
Όρια δαπανών 2020-2022 και σύνδεση με το ΑΕΠ
Η τροπολογία του Υπουργείου Οικονομικών προσδιόρισε τα όρια των δαπανών του ΕΟΠΥΥ για τα έτη 2020-2022 ως εξής:
- Φαρμακευτική δαπάνη ύψους 2.088 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων 87 εκατ. ευρώ για την νοσοκομειακή φαρμακευτική δαπάνη των φαρμακείων του ΕΟΠΠΥ, δηλαδή τα φάρμακα υψηλού κόστους του καταλόγου 1Α, και 2.001 εκατ. ευρώ για τη λοιπή φαρμακευτική δαπάνη του ΕΟΠΠΥ
- Δαπάνη υπηρεσιών υγείας ύψους 1.553 εκατ. ευρώ
Ειδικά για τα έτη 2020 - 2022, το όριο της νοσοκομειακής φαρμακευτικής δαπάνης των νοσοκομείων του ΕΣΥ και του ΠΝΘ «Παπαγεωργίου» ορίζεται σε 528 εκατομμύρια ευρώ.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ είχε νομοθετήσει τη σύνδεση της φαρμακευτικής δαπάνης με το ΑΕΠ, όπου ενδεικτικά μια αύξηση του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος θα σήμανε και αύξηση, κατ’ αναλογία, της φαρμακευτικής δαπάνης.
Η εφαρμογή αυτής της πρόβλεψης ενεργοποιείται με την τροπολογία, από το 2023 όμως.
Ειδικότερα, σημειώνεται ότι «για τα έτη 2023 με 2025 τα επιτρεπόμενα όρια δαπανών για την φαρμακευτική δαπάνη και την δαπάνη υπηρεσιών υγείας αναπροσαρμόζονται, αποκλειστικά βάση της προβλεπόμενης κατ’ έτος μεταβολής του πραγματικού ΑΕΠ σε σταθερές τιμές, όπως αυτή απεικονίζεται στον προϋπολογισμό κάθε έτους. Η κατανομή των ορίων εξειδικεύεται ετησίως με κοινή απόφαση των υπουργών Οικονομικών και Υγείας».