Αυτή πραγματοποιήθηκε από τις 23 Μαρτίου έως τις 5 Απριλίου 2020 στη Βραζιλία. Οι ασθενείς τυχαιοποιήθηκαν να λάβουν διφωσφορική χλωροκίνη είτε σε υψηλή (600mg δύο φορές την ημέρα για 10 ημέρες) είτε σε χαμηλή δόση (450mg δύο φορές την ημέρα την 1η ημέρα και μία φορά την ημέρα για τις επόμενες 4 ημέρες).
81 ασθενείς συμμετείχαν στην μελέτη, εκ των οποίων οι 41 [50,6%] έλαβαν την υψηλή δόση και 40 [49,4%] έλαβαν την χαμηλή δόση. Οι ασθενείς είχαν μέση ηλικία ηλικίας 51,1 έτη και οι περισσότεροι (60 [75,3%]) ήταν άνδρες. Οι ασθενείς στην ομάδα της υψηλής δόσης είχαν μεγαλύτερη ηλικία (μέση ηλικία 54,7 έτη έναντι 47,4 έτη) και περισσότερο συχνά καρδιακές παθήσεις (17,9% έναντι 0) συγκριτικά με τους ασθενείς στην ομάδα της χαμηλής δόσης.
Το RNA του SARS-CoV-2 ανιχνεύθηκε σε 31 από 40 (77,5%) και 31 από 41 (75,6%) ασθενείς στην ομάδα χαμηλής και υψηλής δόσης, αντίστοιχα. Η θνησιμότητα μέχρι την 13η ημέρα ήταν 39% στην ομάδα υψηλής δόσης (16 από 41) και 15% στην ομάδα χαμηλής δόσης (6 από 40). Η ομάδα υψηλής δόσης παρουσίασε συχνότερα διάρκεια διαστήματος QTc μεγαλύτερη από 500 χιλιοστά του δευτερολέπτου (7 από 37 [18,9%]) σε σύγκριση με την ομάδα χαμηλής δόσης (4 από 36 [11,1%]).
Συμπερασματικά, τα προκαταρκτικά ευρήματα αυτής της μελέτης υποδηλώνουν ότι η υψηλότερη δοσολογία διφωσφορικής χλωροκίνης δε θα πρέπει να συνιστάται σε βαρέως πάσχοντες ασθενείς με COVID-19 λόγω των πιθανών κινδύνων ως προς την ασφάλεια, ειδικά όταν λαμβάνονται ταυτόχρονα με αζιθρομυκίνη και οσελταμιβίρη. Σημειώνεται επίσης ότι αυτά τα ευρήματα δεν μπορούν να επεκταθούν σε ασθενείς με μη σοβαρή νόσο COVID-19.