Τα σημειώματα για το ποσό της υπέρβασης της δαπάνης, το γνωστό «clawback», για τα εξωνοσοκομειακά φάρμακα το β’ εξάμηνο του 2020 έχουν αρχίσει να φθάνουν στις φαρμακευτικές εταιρείες από τον ΕΟΠΥΥ. Πέραν όμως της επτάμηνης καθυστέρησης στην αποστολή του «λογαριασμού» για το clawback, αυτό που φαίνεται να εντείνει τον προβληματισμό της αγοράς είναι πως τα στοιχεία δείχνουν πως το συνολικό ποσό της υπέρβασης για το 2020 θα κλείσει στα περίπου 794 εκατ. ευρώ, από 786,5 εκατ. ευρώ το 2019.
Ειδικότερα, το ποσό της υπέρβασης της εξωνοσοκομειακής φαρμακευτικής δαπάνης για το δεύτερο μισό του 2020 ξεπερνάει τα 354 εκατ. ευρώ, σύμφωνα με τα στοιχεία που κοινοποιήθηκαν στις εταιρείες. Ο προϋπολογισμός του εξαμήνου (μετά την αφαίρεση των κλειστών προϋπολογισμών) διαμορφώθηκε σε περίπου 932 εκατ. ευρώ. Δηλαδή σε συνολικό ύψος της φαρμακευτικής δαπάνης για το ίδιο διάστημα ξεπέρασε το 1,28 δισ. ευρώ.
Θυμίζουμε ότι το ποσό του clawback του πρώτου εξαμήνου είχε διαμορφωθεί περίπου στα 440 εκατ. ευρώ, με την αρχική εκτίμηση του ΕΟΠΥΥ να προβλέπει υψηλότερο ποσό υπέρβασης για το δεύτερο εξάμηνο, στα ίδια περίπου επίπεδα με το πρώτο μισό του 2020.
Που θα κάτσει τελικά, λοιπόν, η μπίλια του clawback μένει να φανεί. Ο Υπουργός Υγείας, Βασίλης Κικίλιας από την πλευρά του έχει τονίσει επανειλημμένως πως για πρώτη φορά το ποσό της συνολικής υπέρβασης θα είναι μειωμένο, σηματοδοτώντας μια αντιστροφή της δυσμενούς κατάστασης των υποχρεωτικών επιστροφών.
Πέραν των διαβεβαιώσεων από τον ίδιο τον Υπουργό, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι από τον υπολογισμό της συγκεκριμένης υπέρβασης δεν έχει αφαιρεθεί το λεγόμενο «επενδυτικό clawback», που προβλέπει τον συμψηφισμό ποσών που καταβλήθηκαν για επενδύσεις (σε υποδομές αλλά και έρευνα και ανάπτυξη) με μέρος της υπέρβασης. Πρόκειται για ένα ποσό έως και 100 εκατ. ευρώ, το οποίο βέβαια δεν συνδέεται μόνο με το clawback εξωνοσοκομειακών φαρμάκων, αλλά αφορά και εταιρείες που διαθέτουν κυρίως νοσοκομειακά φάρμακα.
Η εικόνα δεν αναμένεται να έχει ξεκαθαρίσει πριν το Σεπτέμβριο, με την αγορά των νοσοκομειακών φαρμάκων να αποτελεί και το μεγαλύτερο ερωτηματικό, καθώς πληροφορίες θέλουν να καταγράφει υψηλό ποσό υπέρβασης.
Τον προβληματισμό για την πορεία της δαπάνης εξέφρασε και σε ανακοίνωση του το PhRMA Innovation Forum, σημειώνονται πως «η πρόσφατη ανακοίνωση του Υπουργού Υγείας για επίτευξη μειωμένης υπέρβασης για το έτος 2020 δεν επιβεβαιώνεται από τα πραγματικά δεδομένα, όπως αυτά προκύπτουν από τα δεδομένα που έχουν εκδοθεί από τον ΕΟΠΥΥ και το Υπουργείο Υγείας και από τις αναφορές στην Εαρινή Έκθεση Ενισχυμένης Εποπτείας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Σύμφωνα με αυτά, η πρόβλεψη για το ύψος υπέρβασης του προϋπολογισμού της φαρμακευτικής περίθαλψης το 2020 ξεπερνά το αντίστοιχο που καταγράφηκε το 2019 ενώ το συνολικό ύψος των επιστροφών των φαρμακευτικών επιχειρήσεων που περιλαμβάνει και το rebate όγκου με βάση τις πωλήσεις των φαρμάκων ανέρχεται στο ποσό των 1.338 δισ. ευρώ».
Υπενθύμισε δε ότι «το ζήτημα των αυτόματων επιστροφών δεν αφορά μόνο στις Φαρμακευτικές Εταιρείες αλλά σε όλους τους ασθενείς και τους πολίτες αυτής της χώρας, οι οποίοι δικαιούνται σταθερής πρόσβασης στη φαρμακευτική καινοτομία».
Από την πλευρά του ο Καθηγητής Οικονομικών της Υγείας και Πρόεδρος του Ινστιτούτου Πολιτικών Οικονομικών και Κοινωνικών Eρευνών,. Ι. Υφαντόπουλος, παρουσιάζοντας τη μελέτη «Φαρμακευτικές πολιτικές και αποτίμηση της αποδοτικότητας του Συστήματος Υγείας την περίοδο των μνημονίων», προειδοποίησε πως αν συνεχιστεί αυτή η αυξητική τάση συμμετοχής των ασθενών και της βιομηχανίας στους μηχανισμούς αυτόματων επιστροφών, το clawback θα φθάσει στα 2 δισ. ευρώ το 2030 ( και το rebate στο 1 δισ. ευρώ).
Όπως εξήγησε, τα μέτρα συγκράτησης του κόστους οδήγησαν σε ένα φαινόμενο «υποκατάστασης» στη χρηματοδότηση της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης με στήριξη από τη βιομηχανία.
Ειδικότερα, μια μείωση της τάξης του 10% στη δημόσια φαρμακευτική δαπάνη επιβάλλει ένα αυξημένο οικονομικό βάρος στη φαρμακευτική βιομηχανία με τη μορφή clawback κατά 53% και με τη μορφή rebate κατά 21%.