Ο καθηγητής υποστήριξε ότι «τα συχνά χρησιμοποιούμενα φάρμακα για την αρτηριακή υπέρταση, την λεγόμενη πίεση, δε φαίνεται να αυξάνουν την ευαισθησία στο μόλυνση από τον κορονοϊό ή να αυξάνουν τον κίνδυνο να αρρωστήσει κανείς σοβαρά με την ασθένεια σύμφωνα με 3 μεγάλες μελέτες, οι οποίες δημοσιεύτηκαν εχτές στο υψηλής επιστημονικής απήχησης περιοδικό New England Journal of Medicine. Πρόκειται για ένα από τα καλύτερα ιατρικά περιοδικά στον κόσμο. Είναι οπωσδήποτε θετικά νέα για τα εκατομμύρια των ανθρώπων που παίρνουν αυτά τα φάρμακα. Η έρευνα αφορούσε 2 συγκεκριμένες κατηγορίες των φαρμάκων αναστολέων του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτενσίνης καταρχάς, όπως η ραμιπρίλη, η λιαινοπρίλη και όλα τα φάρμακα, που η φαρμακευτική τους ονομασία και όχι η εμπορική τελειώνει στο τελικό συνδετικό -πρίλη και τον αναστολέων των υποδοχέων της αγγειοτενσίνης - τα γνωστά σε ιατρικούς κύκλους ως ARMS, τα οποία περιλαμβάνουν φάρμακα, όπως η λοσαρτάνη, η βαλσαρτάνη και γενικά φάρμακα που η φαρμακευτική τους ονομασία τελειώνει σε σαρτάνη. Τα φάρμακα αυτά αφορούν και διαβητικούς ασθενείς, στους οποίους δίνονται για νεφροπροστασία, δηλαδή προστασία της νεφρικής τους λειτουργίας».
Ειδικότερα, υπήρχε η θεωρητική ανησυχία από μελέτες σε πειραματόζωα ότι αυτά τα φάρμακα μπορούν να αυξήσουν τα επίπεδα της πρωτεΐνης που καλείται ACE2 και είναι η πόρτα που χρησιμοποιεί ο ιός όταν επιτίθεται στα κύτταρα για να τα προσβάλλει. Έτσι, και με το δεδομένο πως οι άνθρωποι με υπέρταση είναι στις ομάδες κινδύνου υπήρχε η ανησυχία ότι αυτοί που παίρνουν αυτά τα φάρμακα ενδεχομένως κινδυνεύουν περισσότερο και έχουν αυξημένη ευαισθησία στη νόσο. Από την άλλη μεριά ήταν γνωστό πως περισσότερα επίπεδα της συγκεκριμένης πρωτεΐνης στον οργανισμό θα μπορούσαν να μειώσουν τη φλεγμονή από τον ιό, μία κατάσταση που οδηγούσε σε σοβαρή αναπνευστική ανεπάρκεια, κάτι που λέγανε οι επιστήμονες ότι είναι σίγουρα θετικό.
Έτσι, ο κ. Τσιόδρας ανέφερε τα εξής επί του θέματος: «Μετά από μελέτες σε χιλιάδες ανθρώπους που παίρναν ή όχι τα συγκεκριμένα φάρμακα και νοσούσαν από τον κορονοϊό, τα αποτελέσματα έδειξαν ότι δεν υπήρχε διαφορά στην πιθανότητα νόσου στους ασθενείς που έπαιρναν τα φάρμακα σε σχέση με αυτούς που δεν τα λάμβαναν και στις 3 μελέτες παρατήρησης που εξέτασαν δεκάδες χιλιάδες άτομα από διαφορετικούς πληθυσμούς στον κόσμο, όπως η Ιταλία, η Ασία, οι ΗΠΑ, άλλες περιοχές της Ευρώπης και άλλες περιοχές της Β. Αμερικής πλην της Ν. Υόρκης στην οποία επικεντρώθηκε η μία μελέτη. Κάθε μελέτη από αυτές είχε διαφορετικό σχεδιασμό».
Αυτά τα ευρήματα σχολίασε ότι « αποτελούν μία ανακούφιση για τους ασθενείς που άκουγαν τα συγκεκριμένα ερωτηματικά και αναρωτιόντουσαν αν έπρεπε ή όχι να σταματήσουν να λαμβάνουν τα φάρμακα. Έχει μεγάλη σημασία γιατί η καραντίνα φαίνεται ότι είχε οδηγήσει σε αύξηση των περιστατικών αρτηριακής υπέρτασης, δηλαδή πίεσης, ίσως λόγω του στρες ή της λιγότερης φυσικής άσκησης ή τις διαφορετικές διατροφικές συνήθειες. Μάλιστα, μία από τις 3 μελέτες, η οποία εξέτασε 9000 ασθενείς από 169 νοσοκομεία σε 11 χώρες, συνέδεσε τη χρήση των υπερτασικών με χαμηλότερο κίνδυνο θανάτου. Αυτό δεν επιβεβαιώνεται, όμως, από τις άλλες 2. Σημειωτέον, τα φάρμακα αυτά σχετίζονται με πλεονέκτημα επιβίωσης σε ασθενείς με καρδιαγγειακά νοσήματα που τα έπαιρναν ούτως ή αλλιώς. Άρα σύμφωνα με τους ερευνητές αν κάποιος παίρνει αυτά τα φάρμακα, όπως και κάποια άλλα φάρμακα που παίρνουμε για υψηλά επίπεδα λιπιδίων του ορού, τις στατίνες, θα πρέπει να τις συνεχίσει.
«Ένα ακόμη ερώτημα που απαντήθηκε από τις μελέτες είναι αν ο ισχυρός παράγοντας κινδύνου ήταν η ίδια η νόσος του καρδιαγγειακού ή τα συνοδά φάρμακα που χρησιμοποιούσαν γενικά οι καρδιοπαθείς. Πλέον δεν υπάρχει αμφιβολία μετά από τις μελέτες ότι η νόσος επηρεάζει σοβαρά το καρδιαγγειακό σύστημα. Για να καταλάβετε την αξία των μελετών να σας πω ότι περίπου το 50% των ενηλίκων ατόμων στις ΗΠΑ, δηλαδή 108 εκατ. άνθρωποι έχουν υπέρταση» κατέληξε ο κ. Τσιόδρας.