Μία από τις βασικότερες προκλήσεις που ήδη αντιμετωπίζουν τα σύγχρονα συστήματα υγείας, στην Ευρώπη, είναι η δυνατότητά τους να καλύπτουν με επάρκεια τις ανάγκες των ασθενών τους. Βεβαίως, η αντιμετώπιση της σημερινής πρόκλησης αναμένεται να δυσκολέψει ακόμα περισσότερο, καθώς η γήρανση του πληθυσμού, η αλματώδης πρόοδος της επιστήμης, οι νέες θεραπείες και οι ολοένα αυξανόμενες ανάγκες των ασθενών καθιστούν αναγκαίο έναν άμεσο επαναπροσδιορισμό των πραγματικών αναγκών και πιθανότητα επιβάλλουν τον συνολικό επανασχεδιασμό του τρόπου χρηματοδότησης των συστημάτων υγείας, ώστε περισσότεροι πόροι να κατευθύνονται εκεί που υπάρχουν περισσότερες ανάγκες.
Στη χώρα μας, η, εδώ και πάνω από μια δεκαετία, υποχρηματοδότηση του φαρμάκου και οι συσσωρευμένες στρεβλώσεις, καθιστούν τον γρίφο επαρκούς κάλυψης των θεραπευτικών αναγκών των ασθενών ακόμα πιο δυσεπίλυτο. Ταυτόχρονα, η οικονομική ασφυξία των φαρμακευτικών επιχειρήσεων -λόγω των υπέρογκων υποχρεωτικών επιστροφών που αυτές πληρώνουν- επιβάλλουν την άμεση εξεύρεση λύσεων για την εξυγίανση του συστήματος, καθώς θέτουν εν αμφιβόλω την ομαλή πρόσβαση των ασθενών τόσο στις υπάρχουσες όσο και στις επερχόμενες θεραπείες.
Στο πλαίσιο αυτό, οι 26 καινοτόμες φαρμακευτικές επιχειρήσεις, που εκπροσωπούνται από το PhARMA Innovation Forum, έχουμε καταθέσει συγκεκριμένες προτάσεις για την άρση του αδιεξόδου και την ουσιαστική βελτίωση του περιβάλλοντος.
Μέσα από τρεις βασικούς άξονες δράσεων είμαστε πεπεισμένοι ότι θα μπορέσουμε να εξασφαλίσουμε μεσοπρόθεσμα τη βιωσιμότητα και της αγοράς φαρμάκου και των φαρμακευτικών επιχειρήσεων:
Πρώτον, θεωρούμε κρίσιμες τις δομικές μεταρρυθμίσεις για τη διόρθωση των στρεβλώσεων και τη συγκράτηση της φαρμακευτικής δαπάνης. Οι ανακοινώσεις του νέου Υπουργού Υγείας, κ. Άδωνι Γεωργιάδη, για κάποια πρώτα μέτρα είναι μία καλή αρχή. Αυτό που θα πρέπει να ακολουθήσει άμεσα είναι η θεσμοθέτησή όλων των μέτρων, ώστε αυτά να αρχίσουν να λειτουργούν υπέρ της περιστολής της φαρμακευτικής δαπάνης. Βεβαίως, θα πρέπει να υπάρξουν και επιπλέον μέτρα τα οποία να έχουν θετική επίπτωση και για το «κανάλι» του ΕΟΠΥΥ και των «νοσοκομείων», καθώς όσα ανακοινώθηκαν αφορούν κυρίως τα φάρμακα κοινότητας. Για τον λόγο αυτό, έχουμε ξεκαθαρίσει ότι είμαστε στη διάθεση του Υπουργείου Υγείας για τη συζήτηση των συγκεκριμένων προτάσεων που εμείς ως PhARMA Innovation Forum έχουμε διαθέσει στο Υπουργείο. Ο σχετικός διάλογος έχει ξεκινήσει και είμαι βέβαιη ότι άμεσα θα έχουμε απτά αποτελέσματα.
Δεύτερον, πιστεύω ότι έχει γίνει πλέον κατανοητή η ανάγκη γενναίας χρηματοδότησης του συστήματος, ώστε άμεσα να φτάσουμε στον αντίστοιχο Ευρωπαϊκό μέσο όρο. Χωρίς την επιπλέον χρηματοδότηση δεν είναι δυνατόν να καλυφθούν οι υπάρχουσες ανάγκες των ασθενών σε φάρμακα, όσα μέτρα ελέγχου της δαπάνης και να ληφθούν. Η χρηματοδοτική ενίσχυση από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας ως το 2025 και η κατανομή των πόρων αυτών με μεγαλύτερη βαρύτητα προς το κανάλι του ΕΟΠΥΥ και των νοσοκομείων, όπου και υπάρχουν οι μεγαλύτερες ανάγκες, είναι κάτι που πρέπει να συνεχιστεί και μετά την εξάντληση των Ευρωπαϊκών πόρων.
Όπως ξεκάθαρα προκύπτει από τα συγκεκριμένα οικονομικά μοντέλα που έχουμε, ο ρυθμός αύξησης των αναγκών των ασθενών είναι τέτοιος που δεν επιτρέπει καμία βιωσιμότητα για τις φαρμακευτικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα σε περίπτωση που τουλάχιστον δεν εξασφαλιστεί από το 2026 και εξής η μόνιμη αύξηση του φαρμακευτικού προϋπολογισμού κατά 400 εκατομμύρια ευρώ. Εξίσου σαφές είναι ότι η ελάχιστη αύξηση που δίνεται στον διαθέσιμο φαρμακευτικό προϋπολογισμό, με βάση την ποσοστιαία προβλεπόμενη ετήσια αύξηση του ΑΕΠ δεν αποτελεί «σωτήρια ένεση χρηματοδότησης» παρά μάλλον μία κίνηση καλής θέλησης από την πλευρά της κυβέρνησης και παραδοχής της ανάγκης για τη χρηματοδοτική ενίσχυση του φαρμάκου.
Τρίτον, για εμάς είναι ξεκάθαρο ότι θα πρέπει να υπάρξει μια ανακατανομή του διαθέσιμου προϋπολογισμού στις 3 κατηγορίες φαρμακευτικής δαπάνης (ΕΟΠΥΥ, νοσοκομεία, φάρμακα κοινότητας). Η σημερινή κατανομή σε καμία περίπτωση δεν αντικατοπτρίζει τις πραγματικές ανάγκες του συστήματος και δημιουργεί έντονες ανισότητες ως προς το επίπεδο των υποχρεωτικών επιστροφών της κάθε κατηγορίας.
Χαρακτηριστικά αναφέρω ότι σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα επίσημα στοιχεία (2022), το ύψος των υποχρεωτικών επιστροφών στο νοσοκομειακό κανάλι ξεπερνούν το 73% επί της τιμής παραγωγού για τα σκευάσματα με τιμή >30€, ενώ και στον ΕΟΠΥΥ για τα σκευάσματα του Ν.3816/2010 το ύψος των επιστροφών διαμορφώθηκε στο μη βιώσιμο 64% επί της τιμής παραγωγού. Αντίθετα, τα προϊόντα που διακινούνται μέσω των φαρμακείων κοινότητας (Retail) έχουν επιστροφές που στην πλειοψηφία των περιπτώσεων δεν υπερβαίνουν το 45%.
Ως εκ τούτου, είναι φανερό ότι το βάρος και η αντίστοιχη εστίαση των πόρων του φαρμακευτικού προϋπολογισμού θα πρέπει να μετατοπιστεί ακόμα περισσότερο προς τα κύρια κανάλια των καινοτόμων φαρμάκων (δηλαδή τον ΕΟΠΥΥ και τα νοσοκομεία). Για εμάς, και στην αγορά φαρμάκου θα πρέπει να ισχύει ο βασικός κανόνας ότι οι πόροι που εξοικονομούνται σε άλλες πτυχές του συστήματος θα πρέπει να κατευθύνονται εκεί όπου υπάρχουν οι μεγαλύτερες ανάγκες.
Κλείνοντας, πιστεύω ότι μέσα από αυτούς τους τρεις άξονες παράλληλων δράσεων και μέτρων υπάρχουν περιθώρια άμεσης βελτίωσης του περιβάλλοντος. Στο Υπουργείο Υγείας υπάρχει μια ηγεσία που γνωρίζει τα προβλήματα και διακρίνεται για την αποφασιστικότητά της στη λήψη αποφάσεων, ενώ οι παρούσες οικονομικές συνθήκες στη χώρα, με τη συνεχή οικονομική ανάπτυξη και τα πρωτογενή πλεονάσματα, ευνοούν τη συζήτηση για την άμεση αύξηση της δημόσιας χρηματοδότησης του φαρμάκου στον αντίστοιχο Ευρωπαϊκό μέσο όρο, αλλά και τη δυναμική ανακατανομή των διαθέσιμων πόρων εντός των καναλιών διανομής. Τώρα θα πρέπει να τα καταφέρουμε. Γιατί αν χαθεί και αυτή η ευκαιρία, θα είναι αργά.