H προσπάθεια για μία ενιαία εθνική στρατηγική για τον καρκίνο αποκτά νέα δυναμική. Η πρόσφατη υπουργική απόφαση για σύσταση Ενιαίου Μητρώου Νεοπλασιών σε συνδυασμό με τη διαφαινόμενη επιτάχυνση της εκπόνησης ενός σχεδίου δράσης για την καταπολέμηση του καρκίνου, μπορούν να διαμορφώσουν και στη χώρα μας συνθήκες για μία ολιστική απάντηση στις σύγχρονες ογκολογικές προκλήσεις.
Ωστόσο, για να είναι αυτή η απάντηση αποτελεσματική υπάρχουν δύο προϋποθέσεις:
Αφενός, να συνδιαμορφωθεί και να υποστηριχθεί από όλους τους θεσμικούς, επιστημονικούς και κοινωνικούς εταίρους του οικοσυστήματος ογκολογικής θεραπείας και φροντίδας στη χώρα και να ενσωματώνει όλα τα στάδια του χρονικού συνεχούς της νόσου από την πρόληψη ως τη θεραπεία.
Αφετέρου, να λάβει υπόψη τα νέα επιστημονικά, κοινωνικά και χρηματοδοτικά δεδομένα που ορίζουν σήμερα το πολυδιάστατο τοπίο των ογκολογικών ασθενειών στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, όπου οι διαγνώσεις αυξάνονται, η επιδημιολογία αλλάζει αλλά η δημόσια χρηματοδότηση υπολείπεται σταθερά των αναγκών.
Αναπόσπαστο μέρος αυτού του σχεδιασμού πρέπει να αποτελεί η επένδυση και η πρόσβαση σε καινοτόμες ογκολογικές θεραπείες, οι οποίες τα τελευταία χρόνια, έχουν βελτιώσει κατά πολύ την πρόγνωση και την ποιότητα ζωής ασθενών που πριν λίγα χρόνια ήταν καταδικασμένοι να καταλήξουν. Ήδη, χάρη στην ανοσοογκολογία, το 50% των ασθενών με μελάνωμα και το 30% με καρκίνο του πνεύμονα υπερβαίνουν πλέον την πενταετή επιβίωση, ενώ το προσδόκιμο πριν από 15 χρόνια δεν ξεπερνούσε τους μερικούς μήνες.
Είναι αλήθεια ότι η χώρα μας καταγράφει ικανοποιητική επίδοση στην πρόσβαση σε καινοτόμες ογκολογικές θεραπείες: Σύμφωνα με το WAIT Indicator της EFPIA για το 2022, η Ελλάδα βρίσκεται στην πρώτη δεκάδα της Ευρώπης, ως προς την πρόσβαση σε φαρμακευτικά σκευάσματα. Ειδικότερα το 71% από τις 41 νέες καινοτόμες θεραπείες που εγκρίθηκαν από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων, από το 2017, παρέχεται στους ασθενείς στην Ελλάδα. Η τροχιά αυτή βαίνει βελτιούμενη χάρη και στο εξαιρετικό έργο των επιτροπών αξιολόγησης και διαπραγμάτευσης στη χώρα μας.
Η σημαντικότερη πρόκληση, ωστόσο, παραμένει η ανεπαρκής δημοσία χρηματοδότηση των ογκολογικών θεραπειών και η πίεση που ασκείται στις φαρμακευτικές εταιρείες οι οποίες το 2022 επωμίστηκαν το 70% της συνολικής δαπάνης.
Η συνεχώς διογκούμενη αυτή τάση καθιστά πρακτικά μη βιώσιμη τη δραστηριότητα των φαρμακευτικών εταιρειών στην Ελλάδα και τελικά απειλεί τη διάθεση των επόμενων καινοτόμων ογκολογικών θεραπειών. Ειδικότερα στον καρκίνο, αναμένουμε νέες κυτταρικές και γονιδιακές θεραπείες οι οποίες υπόσχονται καλύτερες εκβάσεις στη διαχείριση της νόσου, στην ποιότητα και το προσδόκιμο ζωής των ογκολογικών ασθενών, απαιτούν όμως αποτελεσματικότερη προετοιμασία και θωράκιση του χρηματοδοτικού μηχανισμού.
Σε αυτό το πλαίσιο, η ενεργοποίηση της ρήτρας συνυπευθυνότητας και η αύξηση της φαρμακευτικής δαπάνης κατά το ποσοστό αύξησης του ΑΕΠ, δίνει πράγματι μία πρόσκαιρη ανάσα στο κρίσιμο για τον καρκίνο νοσοκομειακό κανάλι. Ωστόσο, καθώς οι πόροι που προβλέπονται μέσω της σχετικής ρήτρας του Ταμείου Ανάκαμψης αφορούν μέχρι και το τέλος του 2025, θα πρέπει να ανοίξει μία δομημένη συζήτηση για τη φαρμακευτική πολιτική και τη βιώσιμη χρηματοδότηση του φαρμάκου - και ειδικότερα των ογκολογικών θεραπειών - από το 2026 και μετά. Αν ο στόχος κατάργησης του clawback, που αποτελεί δέσμευση της ελληνικής πολιτείας, δε φαντάζει σήμερα ρεαλιστικός, θα πρέπει να ορίσουμε εκ νέου την αρχή της συνυπευθυνότητας με ένα μεταβατικό όριο στη συμμετοχή της φαρμακοβιομηχανίας στη φαρμακευτική δαπάνη, το οποίο δεν μπορεί να υπερβαίνει το 50%.
Πόροι για τη χρηματοδότηση του συστήματος μπορούν να αναζητηθούν και από νέα χρηματοδοτικά εργαλεία, όπως η αξιοποίηση μέρους των εσόδων της διαφορικής φορολογίας σε προϊόντα με αποδεδειγμένη αρνητική επίδραση στην επίπτωση του καρκίνου.
Πέραν της χρηματοδότησης, το υπό διαμόρφωση Εθνικό Στρατηγικό Σχέδιο αποτελεί ευκαιρία να επικεντρωθούμε όχι μόνο στην πρόληψη και τη θεραπεία, αλλά και στις ανάγκες των επιζώντων καρκίνου ακολουθώντας τη σύγχρονη επιδημιολογική αποτύπωση του καρκίνου. Τα περισσότερα ευρωπαϊκά συστήματα υγείας ενσωματώνουν τέτοιες υπηρεσίες, όπως ψυχολογική υποστήριξη, ιατρείο ύπνου, συμβουλευτική διατροφής, άσκηση, ιατρείο διακοπής καπνίσματος και αλκοόλ. Ήδη στην Ελλάδα καταγράφονται σχετικές καλές πρακτικές που μπορούν να λειτουργήσουν πολλαπλασιαστικά, όπως η Κλινική Επιζώντων Καρκίνου που λειτουργεί στο Αττικό Νοσοκομείο, χάρη στο όραμα και το έργο της Καθηγήτριας Ογκολογίας του Ε.Κ.Π.Α. και Διευθύντριας της Β' Προπαιδευτικής Παθολογικής Κλινικής στο Π.Γ.Ν. "Αττικόν" κ. Αμάντας Ψυρρή, του Προέδρου της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και Καθηγητή Χειρουργικής κ. Νικόλαου Αρκαδόπουλου και της Ιατρού Φυσικής Ιατρικής και Αποκατάστασης κ. Πόπης Καλαϊτζή.
Η ΒMS ως ενεργό και αναπόσπαστο μέρος του οικοσυστήματος της ογκολογικής φροντίδας στην Ελλάδα θα συνεχίσει να συμμετέχει υπεύθυνα τόσο με τεκμηριωμένες προτάσεις, όσο και με την υποστήριξη καλών πρακτικών, για τη βελτίωση της ποιότητας της ογκολογικής φροντίδας, η οποία οφείλει να θεμελιώνεται σε ένα βιώσιμο υγειονομικό σύστημα, να ανταποκρίνεται στις ανάγκες των ασθενών και να θωρακίζει τη δημόσια υγεία της χώρας.