Ειδικότερα, αξιωματούχος της ΕΕ που συμμετείχε σε συνομιλίες με παρασκευαστές φαρμάκων επιβεβαίωσε ότι οι αρχές στις Βρυξέλλες εξετάζουν σοβαρά το ενδεχόμενο να μηνύσουν την AstraZeneca. «Τα κράτη της ΕΕ πρέπει να αποφασίσουν εάν θα συμμετάσχουν. To θέμα έχει να κάνει με την ολοκλήρωση των παραδόσεων έως το τέλος του δεύτερου τριμήνου» , δήλωσε ο αξιωματούχος.
Το θέμα συζητήθηκε την Τετάρτη σε συνάντηση με διπλωμάτες της ΕΕ, όπου τα περισσότερα κράτη της ΕΕ υποστήριξαν τη νομική δράση, ανέφεραν δύο διπλωμάτες στο Reuters. Ωστόσο, η Γερμανία και η Γαλλία, ζήτησαν περισσότερο χρόνο για να σκεφτούν την πιθανή κίνηση, ανέφεραν οι διπλωμάτες.
«Αυτό που έχει σημασία είναι ότι διασφαλίζουμε την παράδοση επαρκούς αριθμού δόσεων σύμφωνα με τις προηγούμενες δεσμεύσεις της εταιρείας», δήλωσε εκπρόσωπος της επιτροπής. «Μαζί με τα κράτη μέλη, εξετάζουμε όλες τις επιλογές για να συμβεί αυτό».
Αργότερα ο εκπρόσωπος είπε σε συνέντευξη Τύπου: «Δεν έχει ληφθεί ακόμη απόφαση σχετικά με αυτήν τη νομική ενέργεια». Ο εκπρόσωπος της AstraZeneca είπε ότι η εταιρεία δεν γνώριζε για τις νομικές διαδικασίες «και συνεχίζει να διεξάγει τακτικές συζητήσεις σχετικά με την προμήθεια με την επιτροπή και τα κράτη μέλη»
Η Κομισιόν εξετάζει πιθανό μπλόκο σε νέες παραδόσεις εμβολίων της AstraZeneca
Σύμφωνα με το Reuters, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξετάζει να μην ενεργοποιήσει την επιλογή να αγοράσει 100 εκατομμύρια επιπλέον δόσεις του εμβολίου COVID της AstraZeneca, το οποίο περιλαμβάνεται στην τρέχουσα σύμβαση προμήθειας που έχει η ΕΕ με την εταιρεία.
Ένας εκπρόσωπος της, μάλιστα, είπε σε συνέντευξη Τύπου ότι η προθεσμία για την άσκηση της επιλογής είχε ήδη λήξει και η ΕΕ δεν σκοπεύει να την αποδεχθεί.
Η Επιτροπή έχει παραγγείλει 300 εκατομμύρια δόσεις από την AstraZeneca ως μέρος μιας σύμβασης που περιελάμβανε 400 εκατομμύρια δόσεις, εκ των οποίων οι 100 ήταν προαιρετικές.
Ο ΕΜΑ τονίζει τα συντριπτικά οφέλη του εμβολίου
Η εξέταση αυτού του ενδεχομένου προκαλεί ερωτηματικά στους Ευρωπαϊους πολίτες και τους προκαλεί μεγάλη σύγχυση, διότι ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων επανειλημμένως έχει τονίσει πόσο ασφαλές είναι το εμβόλιο της AZ.
Θυμίζουμε ότι ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων ανακοίνωσε στις 7 Απριλίου ότι εντόπισε μία πιθανή σύνδεση μεταξύ της εκδήλωσης σπάνιων θρόμβων αίματος με χαμηλά αιμοπετάλια και του εμβολίου της AstraZeneca. Ο ΕΜΑ πρόσθεσε, όμως, ότι τα συνολικά οφέλη του εμβολίου COVID-19 της ΑΖ στην πρόληψη του COVID-19 υπερτερούν των κινδύνων παρενεργειών.
Δεδομένου ότι ήδη η πορεία εμβολιασμού στην Ευρωπαϊκή Ένωση έχει καθυστερήσει, καταλαβαίνει κανείς ότι κάθε διαθέσιμη δόση ασφαλούς εμβολίου είναι ζωτικής σημασίας.
Η νομική επιστολή της Κομισιόν στην AZ τον περασμένο Μάρτιο
Οι Βρυξέλλες τον Μάρτιο απέστειλαν νομική επιστολή στην εταιρεία σε ένα πρώτο βήμα πιθανών δικαστικών διαδικασιών. Όταν έληξε η προθεσμία απάντησης αυτόν τον μήνα, εκπρόσωπος της επιτροπής είπε ότι το ζήτημα συζητήθηκε σε συνάντηση με την AstraZeneca, αλλά η ΕΕ ζητούσε ακόμη περαιτέρω διευκρινίσεις από την εταιρεία σχετικά με «ορισμένα εκκρεμή σημεία».
Ο εκπρόσωπος δεν έδωσε πολλές πληροφορίες, αλλά οι λεπτομέρειες της επιστολής που δημοσίευσε η ιταλική εφημερίδα Corriere della Sera δείχνουν ότι η ΕΕ ζητούσε διευκρινίσεις σχετικά με αυτό που θεωρούσε καθυστερημένη αίτηση προς τη ρυθμιστική αρχή της ΕΕ για έγκριση του εμβολίου.
Οι Βρυξέλλες αμφισβήτησαν επίσης τον τρόπο με τον οποίο η AstraZeneca ξόδεψε περισσότερα από 224 εκατομμύρια ευρώ (270 εκατομμύρια δολάρια) που χορηγήθηκαν από την ΕΕ τον Σεπτέμβριο για να αγοράσει συστατικά εμβολίων και για τα οποία το μπλοκ δήλωσε ότι η εταιρεία δεν είχε παράσχει επαρκή έγγραφα που να επιβεβαιώνουν τις αγορές.
Βάσει της σύμβασης, η εταιρεία είχε δεσμευτεί να καταβάλει τις «καλύτερες εύλογες προσπάθειές της» για να παραδώσει στην ΕΕ δόσεις εμβολίου 180 εκατομμυρίων το δεύτερο τρίμηνο, για συνολικά 300 εκατομμύρια κατά την περίοδο από το Δεκέμβριο έως τον Ιούνιο.
Ωστόσο, η εταιρεία δήλωσε σε δήλωσή της στις 12 Μαρτίου ότι θα στοχεύει να παραδώσει μόνο το ένα τρίτο. Η επιστολή της ΕΕ στάλθηκε μια εβδομάδα μετά τη δήλωση αυτή. Βάσει της σύμβασης, τα μέρη συμφώνησαν ότι τα βελγικά δικαστήρια θα είναι υπεύθυνα για την επίλυση ανεπίλυτων διαφορών.