«Εξίσωση υψηλού βαθμού» αποτελεί για τα περισσότερα συστήματα υγείας, η δημιουργία ενός βιώσιμου πλαισίου που θα διασφαλίζει την πρόσβαση των καρκινοπαθών σε νεότερες θεραπείες. Στην Ευρώπη, ανισότητες και εμπόδια στην πρόσβαση συναντώνται απ’ άκρη σ’ άκρη της Γηραιάς Ηπείρου. Για αυτό και η ανάγκη ανάπτυξης αποτελεσματικών πολιτικών υγείας για τη διαχείριση του βρίσκεται στο επίκεντρο πολλών συζητήσεων στην Ευρώπη, με χαρακτηριστικότερη την ανάπτυξη του Ευρωπαϊκού Σχεδίου κατά του Καρκίνο (Europe's Beating Cancer Plan), που δημοσιεύθηκε το Φεβρουάριο 2021.
Ερευνητές του Σουηδικού Ινστιτούτου Οικονομικών της Υγείας (IHE) αποφάσισαν να εξετάσουν το ταξίδι των ασθενών με καρκίνο του πνεύμονα στην Ευρώπη, εστιάζοντας στο μη μικροκυτταρικό καρκίνο του πνεύμονα (non-small cell lung cancer, NSCLC), που αποτελεί και την πλειονότητα των κρουσμάτων, στις διαθέσιμες θεραπείες και στα εμπόδια στην πρόσβαση τους. Μεταξύ των 12 χωρών που εξετάστηκαν και η Ελλάδα.
Ειδικότερα, η έρευνα των Thomas Hofmarcher, Peter Lindgren και Nils Wilking αναλύει τη διαδρομή του ασθενούς από τη διάγνωση έως τη θεραπεία, την πρόσβαση στα ογκολογικά φάρμακα και τα εμπόδια που συναντά, σε 12 ευρωπαϊκές χώρες, μεταξύ αυτών και η Ελλάδα, (Βέλγιο, Βουλγαρία, Ελλάδα, Ηνωμένο Βασίλειο, Ιρλανδία, Νορβηγία, Ολλανδία, Ουγγαρία, Πολωνία, Πορτογαλία, Ρουμανία, Φινλανδία).
Thomas Hofmarcher
Το News4Health συνομίλησε με έναν εκ των 3 συντακτών της μελέτης, «Διάγνωση αλλά όχι θεραπεία: Πως να βελτιωθεί η πρόσβαση των ασθενών σε προηγμένες θεραπείες για τον NSCLC σε Ευρώπη και Ελλάδα», τον Οικονομολόγο Υγείας στο ΙΗΕ, Thomas Hofmarcher, στο περιθώριο του συνέδριου του Economist με θέμα την «Ατζέντα της Ελλάδας για την καταπολέμηση του καρκίνου στον μετά-Covid κόσμο».
Η απειλή του καρκίνου του πνεύμονα
Ο καρκίνος του πνεύμονα αποτελεί την πιο θανατηφόρα κακοήθεια στην Ευρώπη. Ένας στους πέντε ασθενείς με καρκίνο, που χάνει τη ζωή του, πάσχει από τις μορφές της νόσου. Στην Ελλάδα, σύμφωνα με την έρευνα Globocan 2020 από τα περίπου 64,5 χιλιάδες νέα περιστατικά καρκίνου συνολικά ετησίως, το13,9% αφορούσε τον πνεύμονα. Οι δύο βασικοί τύποι είναι ο Μη Μικροκυτταρικός και ο Μικροκυτταρικός Καρκίνος του Πνεύμονα, με τον πρώτο τύπο να είναι και ο πιο κοινός καθώς αποτελεί το 85% των περιπτώσεων.
Βάσει των κλινικών κατευθυντήριων οδηγιών για τον καρκίνο του πνεύμονα, που εκδίδει κάθε χρόνο η ESMO, η Ευρωπαϊκή Εταιρεία Ιατρικής Ογκολογίας, «περίπου το 75% των ασθενών με μη μικροκυτταρικό καρκίνο του πνεύμονα (NSCLC) θα πρέπει να λάβουν θεραπεία», σημειώνει ο κ. Hofmarcher. «Από το 2014 έως και 2020 οι οδηγίες έχουν αλλάξει σε ό,τι αφορά τις θεραπείες που θα πρέπει να επιλέγονται, με τις νεότερες να κερδίζουν όλο και μεγαλύτερο έδαφος. Η ανοσοθεραπεία κυρίως, αλλά και η στοχευμένη θεραπεία σταδιακά αντικαθιστούν τη χημειοθεραπεία. Περισσότεροι ασθενείς θα πρέπει να λαμβάνουν ανοσοθεραπεία και στοχευμένη θεραπεία», προσθέτει.
Υπάρχει ένα σημαντικό θεραπευτικό κενό, καθώς η 5ετής επιβίωση κυμαίνεται μεταξύ 10% και 20%, στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, δηλαδή 5 χρόνια μετά τη διάγνωση του καρκίνου του πνεύμονα, μόνο το 10-20% των ασθενών παραμένει στη ζωή, όπως εξηγεί ο κ. Hofmarcher. Αφενός, η πρόληψη μπορεί να συμβάλλει σημαντικά στην μείωση του αριθμού των νέων διαγνώσεων, καθώς περίπου το 80% όλων των περιστατικών καρκίνων του πνεύμονα συνδέονται με το κάπνισμα. Αφετέρου, η διαχείριση των ασθενών και η θεραπεία που λαμβάνουν όσοι έχουν διαγνωστεί επηρεάζει τις πιθανότητες επιβίωσης τους και τα τελευταία 10 χρόνια οι θεραπείες έχουν βελτιωθεί πολύ, ιδίως σε περιπτώσεις προχωρημένου σταδίου μη μικροκυτταρικού καρκίνου του πνεύμονα.
〈⇒ Διαβάστε σχετικά: «Ασθμαίνοντας» οι πολιτικές αντιμετώπισης του καρκίνου του πνεύμονα στην Ελλάδα 〉
Η πρόσβαση στις νεότερες διαγνωστικές και θεραπευτικές λύσεις είναι, συνεπώς, σημαντική για την βελτίωση της επιβίωσης. Ιδιαίτερα για όσους πάσχουν από NSCLC, που αποτελούν την πλειονότητα.
Τα βασικά εμπόδια, που συναντώνται στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, σχετίζονται με την καθυστερημένη διάγνωση του καρκίνου του πνεύμονα, καθυστερήσεις στην πρόσβαση στην θεραπεία μετά την διάγνωση, στενά κριτήρια καταλληλότητας για την λήψη θεραπείας, ενώ υπάρχουν και αρκετοί ασθενείς που αρνούνται να ενταχθούν σε θεραπευτικό σχήμα.
Ειδικά σε ό,τι αφορά τις καθυστερήσεις στην πρόσβαση καινοτόμων φαρμακευτικών επιλογών, οι βασικές αιτίες συνδέονται με τα μεγάλα χρονικά διαστήματα έως την ένταξη στα συστήματα αποζημίωσης, με περιορισμένους φαρμακευτικούς προϋπολογισμούς, περιορισμένες διαγνωστικές επιλογές, καθώς και περιορισμένη ιατρική εκπαίδευση γύρω από τις τελευταίες εξελίξεις.
«Στα μισά του δρόμου» η Ελλάδα
Σε σύγκριση με τις άλλες χώρες που συμμετείχαν στη μελέτη, η Ελλάδα έχει σημειώσει βήματα προόδου και μετά τη Νορβηγία, την Πορτογαλία και το Βέλγιο αποτελούν τις χώρες με το μεγαλύτερο αριθμό ασθενών σε θεραπεία. Στον αντίποδα βρίσκεται η Μ. Βρετανία και η Πολωνία.
Συγκεκριμένα, στην Ελλάδα 61% των ασθενών με NSCLC λάμβαναν θεραπεία το 2016, ποσοστό που ανέβηκε στο 69%, κοντά στο σημείο αναφοράς της ESMO, το 2020. Επιπλέον, στη χώρα μας καταγράφεται και η αλλαγή στη θεραπευτική προσέγγιση, με τους ασθενείς να λαμβάνουν περισσότερες νεότερες θεραπείες. Είναι ενδεικτικό ότι η χρήση των ανοσοθεραπειών αυξήθηκε από το 6% το 2016 στο 25% το 2020.
«Ωστόσο, αν συγκρίνουμε τα ελληνικά δεδομένα με τις κατευθυντήριες οδηγίες της ESMO, διαπιστώνουμε πως ακόμη χορηγείται λιγότερη ανοσοθεραπεία και ελάχιστη στοχευμένη θεραπεία, από όσο συνιστάται», τόνισε ο κ. Hofmarcher.
«Χωρίς τις σύγχρονες θεραπευτικές επιλογές είναι δύσκολο να βελτιωθεί η κλινική εξέλιξη των ασθενών», ανέφερε λίγο αργότερα από το βήμα του συνεδρίου ο κ. Hofmarcher.
Υψίστης σημασίας είναι η ταχεία μετάβαση από τη διάγνωση στη θεραπεία. Ο καρκίνος του πνεύμονα εξελίσσεται γρήγορα και η κατάσταση της υγείας του ασθενούς επιδεινώνεται ταχύτατα. «Δεν υπάρχει η πολυτέλεια του χρόνου, είναι μικρό το χρονικό «παράθυρο» και πρέπει να το χρησιμοποιήσουμε επιταχύνοντας τη διαδικασία. Δυστυχώς, όμως, το διάστημα είναι μεγάλο και στην Ελλάδα», ανέφερε ο κ. Hofmarcher.
«Από τη διάγνωση, με τη βιοψία και την ανάλυση σε κατάλληλο εργαστήριο, την αξιολόγηση για το είδους του καρκίνου και τον έλεγχο βάσει βιοδείκτη, στην απόφαση για τη χορήγηση της κατάλληλης θεραπείας, στην Ελλάδα με το Σύστημα Ηλεκτρονικής Προέγκρισης (ΣΗΠ) η διαδικασία καθυστερεί», σημείωσε ο ερευνητής του σουηδικού ινστιτούτου.
Η έγκριση μέσω ΣΗΠ χρειάζεται περίπου 3 εβδομάδες, διάστημα που θεωρείται μεγάλο, ειδικά αν προσθέσουμε και τις εβδομάδες που προηγούνται, η διαδρομή ενός ασθενούς από τη διάγνωση έως τη λήψη της θεραπείας μπορεί να χρειαστεί μήνες.
Τα εμπόδια στην έγκαιρη πρόσβαση του ασθενούς στην κατάλληλη θεραπεία δεν εξαντλούνται εκεί. Την κατάσταση δυσχεραίνει η έλλειψη επαρκούς προσυμπωματικού ελέγχου, η περιορισμένη πρόσβαση σε διαγνωστικές εξετάσεις, η καθυστέρηση στη διάγνωση, με μικρό αριθμό αποζημιούμενων βιοδεικτών, οι ανεπαρκείς νοσοκομειακοί προϋπολογισμοί, που στην πράξη αφήνουν την κάλυψη των αναγκών μέσω των υπέρογκων νοσοκομειακών clawback.
«Αγκάθια» παραμένουν και η απουσία μητρώων ασθενών, επαρκούς αριθμού εξειδικευμένων κέντρων, η έλλειψη συγκεκριμένων ιατρικών ειδικοτήτων, αλλά κυρίως η απουσία ενός «οδικού χάρτη» που θα περιγράφει με λεπτομέρεια την διαδρομή του ασθενούς μέχρι τη θεραπεία.
Διαφαίνεται, λοιπόν, πως η ιατρική κοινότητα και στη χώρα μας προσπαθεί να ακολουθήσει τα διεθνή επιστημονικά guidelines, τις κατευθυντήριες οδηγίες της ESMO, ωστόσο το θεραπευτικό μίγμα απέχει ακόμη από τα διεθνή πρότυπα. Ο αριθμός όσων φθάνουν στη θεραπεία είναι κοντά στις διεθνείς επιστημονικές οδηγίες, αλλά μένει δρόμος ακόμα έως ότου καταφέρουμε να ταιριάξουμε την κατάλληλη θεραπεία στον κατάλληλο ασθενή, που συνεχίζει να αποτελεί το ζητούμενο.
Το παράδειγμα της Νορβηγίας και το αντιπαράδειγμα της Βρετανίας
Η Μ. Βρετανία φέρεται να διαθέτει προϋπολογισμό για θεραπείες, ωστόσο οι εθνικές κατευθυντήριες οδηγίες είναι τόσο αυστηρές, που αποκλείουν σημαντικό αριθμό ασθενών από κάθε είδους ογκολογική θεραπεία, ακόμη και χημειοθεραπεία! Σύμφωνα με τη μελέτη, όταν στην Ελλάδα σχεδόν 7 στους 10 ασθενείς έχουν πρόσβαση σε θεραπεία, στο βρετανικό ΕΣΥ, το NHS, το ποσοστό είναι μόλις στο 40%, έχοντας μάλιστα αυξηθεί ελάχιστα από το 2014, κυρίως εντάσσοντας ένα μέρος ανοσοθεραπειών και ελάχιστων στοχευμένων φαρμάκων…
Στην περίπτωση της Βρετανίας, είναι οι ίδιοι οι αυστηροί κανόνες που στέκουν εμπόδιο στην πρόσβαση των ασθενών στις νέες θεραπείες.
Η Νορβηγία, η χώρα με τα καλύτερα αποτελέσματα, έχει θεσμοθετήσει και εφαρμόζει ένα σαφές πλαίσιο, τη διαδρομή του ασθενούς όπως την αναφέρουν. Στο πλαίσιο αυτό περιγράφονται όλες οι απαραίτητες εξετάσεις και οι υπηρεσίες, οι επαγγελματίες υγείας που πρέπει να επισκεφθεί ο ασθενής, αλλά και αυστηρή πρόβλεψη του απαιτούμενου χρόνου για κάθε ένα στάδιο.
«Είναι μια τυποποιημένη μακρά λίστα, που εφαρμόζεται σε όλη τη χώρα, που συνεισφέρει στην επιτάχυνση της πρόσβασης των ασθενών από τη διάγνωση στη θεραπεία και συμβάλλει στη βελτίωση των προδιαγραφών του συστήματος υγείας», μας εξήγησε ο κ. Hofmarcher.
Ελλάδα: Συστάσεις για τη βελτίωση της πρόσβασης των ασθενών σε νεότερες θεραπείες
Στην Ελλάδα, λοιπόν, ο αριθμός των ασθενών που φθάνει στη θεραπεία είναι σε ικανοποιητικό επίπεδο, αλλά υπολειπόμαστε στην πρόσβαση του σωστού ασθενούς στην κατάλληλη θεραπεία και ιδίως στην ταχεία πρόσβαση.
«Η υιοθέτηση ενός εθνικού μοντέλου τυποποιημένων διαδικασιών, όπως αυτό της Νορβηγίας, θα μπορούσε να συμβάλει στην επιτάχυνση των διαδικασιών και στη στη βελτίωση των προδιαγραφών του συστήματος υγείας, για όλα τα νοσοκομεία της χώρας», εκτίμησε ο ερευνητής.
Ένα άλλο σημαντικό εμπόδιο είναι η περιορισμένη αποζημίωση των διαγνωστικών εργαλείων και ιδίως των βιοδεικτών, που θα διασφαλίσουν πως στον ασθενή θα χορηγηθεί η κατάλληλη θεραπεία. «Αν δεν αποζημιώνονται, οι ασθενείς χρειάζεται να πληρώσουν από την τσέπη τους για να λάβουν σύγχρονες θεραπείες», πρόσθεσε, αναδεικνύοντας τη σημασία αποζημίωσης περισσότερων βιοδεικτών.
Επιπροσθέτως, θα πρέπει να εστιάσουμε και στη συνεχή εκπαίδευση των ειδικών ιατρών, ιδίως αν λάβουμε υπόψη το διαρκώς μεταβαλλόμενο θεραπευτικό πλαίσιο, με την ένταξη νέων ογκολογικών φαρμάκων.
Ο χρόνος που χρειάζεται για τις νέες θεραπείες να ενταχθούν στο σύστημα αποζημίωσης, είναι επίσης ένα εμπόδιο. «Βλέπουμε 2 και 3 χρόνια καθυστέρησης, από την έγκριση του φαρμάκου από τον ΕΜΑ έως την αποζημίωση του και στην Ελλάδα», συμπλήρωσε ο κ. Hofmarcher, σημειώνοντας την ανάγκη επιτάχυνσης των διαδικασιών.
Στις συστάσεις προστίθενται και η ανάγκη αύξησης των πόρων, την πρόσληψη προσωπικού και τη δημιουργία ακριβούς μητρώου κακοηθειών, παράλληλα με την εφαρμογή λειτουργικών κατευθυντήριων γραμμών.