Σε αυτή τη φάση της επιδημίας στη χώρα μας τα ειδικά τεστ αντισωμάτων δεν συστήνεται να χρησιμοποιηθούν από το γενικό πληθυσμό και δεν είναι διαγνωστικά της νόσου, υπογράμμισε ο Καθηγητής Λοιμωξιολογίας, Σωτήρης Τσιόδρας, αναφερόμενος στα rapid test, τα τεστ που δίνουν αποτέλεσμα σε σύντομο χρονικό διάστημα.
Όπως διευκρίνισε, ένα θετικό αποτέλεσμα μπορεί να είναι ψευδώς θετικό, λόγω έκθεσης σε άλλους κορονοϊούς που κυκλοφορούν κάθε χρόνο και προκαλούν, μεταξύ άλλων, κοινό κρυολόγημα. «Να σου λέει ότι έχεις περάσει τη νόσο γιατί είχες εκτεθεί σε ένα «ξαδερφάκι» αυτού του κορονοϊού και να υπάρχει αυτό που ονομάζουμε εμείς οι επιστήμονες «διασταυρούμενη αντίδραση». Θέλει πάρα πολλή προσοχή», εξήγησε.
Αλλά και ένα ψευδώς αρνητικό αποτέλεσμα στην οξεία φάση της νόσου, σε έναν άνθρωπο χωρίς ή με ήπια συμπτώματα, μπορεί να δώσει και το λάθος μήνυμα, ότι δεν έχει τον ιό και μετά να υιοθετήσει μια ανεύθυνη συμπεριφορά.
«Φυσικά και αυτό δεν ισχύει και μπορεί κάλλιστα να έχει κάποιος τη νόσο με αρνητικό τέτοιο τεστ, ιδιαίτερα στην οξεία φάση της νόσου. «Το να κάνεις ένα τεστ αντισώματος και να είναι αρνητικό δεν σημαίνει τίποτα. Γιατί μπορεί να είσαι στην τρίτη ή στην τέταρτη ημέρα από τη νόσο, να μην έχεις προλάβει να αναπτύξεις τα αντισώματα τα οποία θα ανιχνεύσει το τεστ και να νομίζεις ότι δεν έχεις τη νόσο. Είναι λάθος πληροφορία», διευκρίνισε.
Τα πιο αξιόπιστα τεστ είναι τα μοριακά, τα οποία προκρίνονται από τους διεθνείς φορείς και αυτή τη στιγμή πραγματοποιούνται σε όλες χώρες του κόσμου», ανέφερε ο κ. Τσιόδρας. Στη μάχη με τον ιό χρειαζόμαστε τα πραγματικά δεδομένα και τα τεστ αντισωμάτων δεν είναι για αυτή τη φάση της επιδημίας, επανέλαβε.
Όπως εξήγησε, αυτή την περίοδο ερευνητικές ομάδες στην Ελλάδα από Πανεπιστήμια σε συνεργασία με τον ΕΟΔΥ θα αξιολογήσουν την αξιοπιστία και την πιθανή χρήση στο μέλλον αξιόπιστων τέτοιων τεστ με αντισώματα για επιδημιολογικούς και άλλους πρακτικούς σκοπούς.