Ο κ Ανδρέας Ξανθός, κατα την ομιλία του συνέχισε λέγοντας χαρακτηριστικά τα εξής: «Υπάρχει και η γενικευμένη αίσθηση της παταγώδους αποτυχίας της κυβέρνησης να διαχειριστεί τις επάλληλες κρίσεις (υγειονομική, ενεργειακή, πληθωριστική) που επιβαρύνουν τα νοικοκυριά, φτωχοποιούν τον κόσμο της μισθωτής εργασίας, πιέζουν τη μεσαία τάξη και διευρύνουν τις οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες. Η αποτυχία αυτή είναι τεκμηριωμένη και αδιαμφισβήτητη. Η Ελλάδα είναι σε συνεχή απόκλιση από την Ευρωζώνη σε όλους τους κοινωνικούς δείκτες και, αντίθετα, σε σύγκλιση με τις βαλκανικές χώρες.
Είμαστε 3η χώρα, μετά τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία, στο ποσοστό πληθυσμού σε φτώχεια ή κοινωνικό αποκλεισμό (28,3%), η Ελλάδα είναι τελευταία στην αύξηση της αμοιβής της μισθωτής εργασίας (0,2% με μέσο όρο της ΕΕ των 27 το 4,4%), το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε μονάδες αγοραστικής δύναμης έχει υποχωρήσει στο 64,6% της ΕΕ και είμαστε στην 26η θέση (πίσω από τη Βουλγαρία).
Είναι χαρακτηριστικό ότι όλοι δείκτες εισοδηματικής ανισότητας (Gini - S80/S20, αυξάνονται ραγδαία μετά το 2020. Κάποιοι οικονομικοί αναλυτές μιλούν για το «ελληνικό παράδοξο»: να υπάρχουν θετικοί ρυθμοί ανάπτυξης με ταυτόχρονη εισοδηματική κατάρρευση των μικρομεσαίων στρωμάτων, υποχώρηση της κοινωνικής συνοχής και έκρηξη των ανισοτήτων.
Κατά τη γνώμη μας δεν πρόκειται για «παράδοξο» αλλά για αναμενόμενο αποτέλεσμα της πολιτικής επιλογής μιας νεοφιλελεύθερης κυβέρνησης για αντίστροφη αναδιανομή του πλούτου και για προνομιακή στήριξη των επιχειρηματικών ελίτ. Είναι το κοινωνικό αποτύπωμα αποφάσεων που δεν αντικατοπτρίζουν τα συμφέροντα της κοινωνικής πλειοψηφίας αλλά των λίγων και ισχυρών.
Σ' αυτό το δυστοπικό περιβάλλον, έρχεται να προστεθεί η δραματική υποχώρηση του Κράτους Δικαίου και ο αυταρχικός κατήφορος της κυβέρνησης, με αποκορύφωμα την υπόθεση των υποκλοπών που έχει εκθέσει διεθνώς τη χώρα και πυροδοτεί νέα κρίση δημόσιας εμπιστοσύνης όχι μόνο απέναντι στην κυβέρνηση, αλλά δυστυχώς απέναντι στην Πολιτεία και τους δημοκρατικούς θεσμούς.
Η κυβέρνηση, με την εντυπωσιακή στήριξη του οικονομικού, επιχειρηματικού και μιντιακού κατεστημένου, προσπαθεί να οδηγήσει τους πολίτες στον «κοινωνικό μιθριδατισμό», στην ανοχή και στην απάθεια. Όσο όμως εδραιώνεται το αίσθημα της αδικίας, της αυθαιρεσίας και της παραβίασης κάθε συνταγματικού κανόνα που προστατεύει τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των πολιτών, όσο τα νομοσχέδια που ψηφίζονται και ο προϋπολογισμός του 2023 δεν «επουλώνουν πληγές» ούτε δίνουν προοπτική βελτίωσης της θέσης των αδύναμων και των «ζορισμένων», τόσο η κρίση κοινωνικής και πολιτικής νομιμοποίησης της κυβέρνησης θα εντείνεται και τόσο θα «επωάζονται» συνθήκες πολιτικής αλλαγής».
Τετραπλάσια θνησιμότητα στην Ελλάδα από κορονοϊό
Σχετικά με την πορεία της πανδημία του Covid 19 μίλησε επίσης, ο κ. Ξανθός λέγοντας πως «με βάση τα στοιχεία του ECDC, αυτή την περίοδο καταγράφεται σχεδόν τετραπλάσια θνησιμότητα από covid-19 στην Ελλάδα σε σύγκριση με την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Σε έκθεση του Ευρωπαϊκού Κέντρου Ελέγχου Νοσημάτων (ECDC), η χώρα μας καταλαμβάνει την πρώτη θέση μεταξύ των μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε θανάτους τις τελευταίες 14 μέρες.
Στη χώρα μας αναλογούν 26,5 θάνατοι ανά εκατομμύριο πληθυσμού, έναντι μόλις 7 θανάτων στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Δεν ενισχύεται το ΕΣΥ
Στην συνέχεια, σχετικά με τον προϋπολογισμό του 2023, όπως είπε ο τομεάρχης και πρώην υπουργός υγείας «είναι απόλυτα συμβατός με την πολιτική επιλογή της Κυβέρνησης Μητσοτάκη να μην ενισχύσει το ΕΣΥ και να αγνοήσει τις συστάσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας για ενδυνάμωση των δημόσιων συστημάτων υγείας.
Όπως πέρυσι εν μέσω πανδημίας περιόρισε τη χρηματοδότηση του συστήματος υγείας διογκώνοντας τις ακάλυπτες υγειονομικές ανάγκες των πολιτών και αυξάνοντας τις ανισότητες στην φροντίδα, έτσι και φέτος η κυβέρνηση αρνείται την πραγματικότητα της συνεχιζόμενης υγειονομικής κρίσης και της ανάγκης για γενναία επένδυση στο ΕΣΥ και στο ανθρώπινο δυναμικό του.
Αρνείται πεισματικά να αναγνωρίσει την πλήρη αποδιοργάνωση των δημόσιων δομών υγείας (πρωτοβάθμιων και νοσοκομειακών), την επαγγελματική εξουθένωση και απόγνωση του υγειονομικού προσωπικού που οδηγεί σε διογκούμενο κύμα παραίτησης και φυγής γιατρών από τη χώρα, καθώς και το γεγονός ότι μεγάλο μέρος του πληθυσμού (1 στους 4 πολίτες) βιώνει ξανά "υγειονομική φτώχεια", αδυνατώντας να καλύψει βασικές ανάγκες ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης».
Ο προϋπολογισμός λοιπόν του 2023, σε μια περίοδο που η πανδημία covid-19 είναι ακόμα παρούσα, η κρίση στελέχωσης του ΕΣΥ επιδεινώνεται συνεχώς και τα διαλυτικά φαινόμενα στη λειτουργία των Κέντρων Υγείας και των νοσοκομείων είναι ορατά σε όλη τη χώρα, έχει για άλλη μια χρονιά τη "σφραγίδα" της περικοπής δαπανών και της πολιτικής επιλογής να συρρικνωθεί και να ιδιωτικοποιηθεί περαιτέρω το δημόσιο σύστημα υγείας.
Οι δαπάνες για την υγεία το 2023 είναι μειωμένες σε σχέση με την εκτίμηση για τις δαπάνες που τελικά θα πραγματοποιηθούν το 2022.
Ειδικότερα οι μεταβιβάσεις από τον τακτικό προϋπολογισμό σε Νοσοκομεία και Υγειονομικές Περιφέρειες-ΠΦΥ προϋπολογίζονται σε 3,649 δισ. ευρώ από 3,702 δισ. εκτίμηση για το 2022 (περικοπή 53 εκ. ευρώ).
Δεδομένης της πληθωριστικής κρίσης, οι δαπάνες αυτές είναι πολύ πίσω από το όριο του 2022 , με αποτέλεσμα οι δομές του ΕΣΥ θα συνεχίσουν να λειτουργούν και το 2023 σε καθεστώς λιτότητας και αδυναμίας αξιοπρεπούς κάλυψης των υγειονομικών αναγκών της περιόδου και της αυξημένης ζήτησης δημόσιων και δωρεάν υπηρεσιών υγείας.
Είναι χαρακτηριστική της πλήρους απώλειας ελέγχου της κατάστασης στο αποδιοργανωμένο ΕΣΥ, η πρωτοφανής αύξηση των ληξιπρόθεσμων χρεών των νοσοκομείων, που από 300 εκ. ευρώ περίπου που τα άφησε ο ΣΥΡΙΖΑ έχουν φτάσει σε πάνω από 1,2 δισ. ευρώ».
Παθητική ιδιωτικοποίηση
Συμπερασματικά, κατά τον κ. Ξανθό «η λογική κατάρτισης του προϋπολογισμού του 2023 για τον τομέα της υγείας είναι απόλυτα συμβατή με την πολιτική επιλογή της «παθητικής ιδιωτικοποίησης» του ΕΣΥ και όχι με την αναγκαία στρατηγική της σύγκλισης με το μέσο όρο της ΕΕ στις δημόσιες δαπάνες υγείας (7% του ΑΕΠ).
Ειδικά μετά την πρόσφατη κατάργηση της πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης των γιατρών του ΕΣΥ και της «διεξόδου» για ενίσχυση των εισοδημάτων τους μέσω ιδιωτικού έργου εντός και, κυρίως, εκτός των δημόσιων δομών, οι πληρωμές «από την τσέπη» των πολιτών και η ιδιωτική ασφάλιση υγείας αναμένεται να αυξηθούν, ενισχύοντας τις ανισότητες και τον αποκλεισμό μεγάλων ομάδων του πληθυσμού από αξιοπρεπή φροντίδα υγείας.
Είναι ενδεικτικό σε περίοδο παρατεινόμενης υγειονομικής κρίσης και μεγάλων κενών στη στελέχωση του ΕΣΥ, το ποσοστό διορισμών και προσλήψεων του Υπουργείο Υγείας ήδη υποχωρεί από το 2021 στο 2022 (από την Εισηγητική Έκθεση 2023), ενώ και ο ρυθμός αποχωρήσεων χωρίς αντικατάσταση που παραμένει σταθερά κοντά στις 4.000/ έτος, καταδεικνύει τη δραματική υποστελέχωση στο σύστημα και την πολιτική επιλογή της μη αντιμετώπισης της».