Καθώς οι συνέπειες αυτών των αποφάσεων συνεχίζουν να υφίστανται στις κοινωνίες ανά τον κόσμο, οι επιστήμονες προσπάθησαν να διαχωρίσουν τις επιπτώσεις στην ψυχική υγεία που προκάλεσαν τα κλειστά σχολεία από τη γενική αναταραχή της πανδημίας.
Εν έτει 2023, ερευνητές στη Γερμανία αντιμετώπισαν το ερώτημα συνδυάζοντας δεδομένα σχετικά με το πόσο καιρό διάφορες ομάδες μαθητών έμειναν εκτός σχολείου με τις απαντήσεις σε μια τρέχουσα έρευνα για την ψυχική υγεία. Τα αποτελέσματα, που δημοσιεύονται στην επιθεώρηση Science Advances, δείχνουν ότι για τα γερμανόπουλα ηλικίας 11 έως 17 ετών, οι εβδομάδες της καραντίνας και της τηλεκπαίδευσης ειδικά τους πρώτους μήνες της πανδημίας συσχετίστηκαν με επιδείνωση της ψυχικής υγείας, ιδίως για τα μικρότερα παιδιά, κυρίως για τα αγόρια, καθώς και για τα παιδιά με περιορισμένο ζωτικό χώρο.
«Τα σχολεία ήταν τα πρώτα ιδρύματα δημοσίου ενδιαφέροντος που έκλεισαν και τα τελευταία που άνοιξαν ξανά, και αυτό επηρεάζει τους πιο ευάλωτους από άποψη σταθερότητας της ψυχικής τους υγείας», λέει η Christina Felfe, οικονομολόγος στο Πανεπιστήμιο της Konstanz, η οποία συνέβαλε στην εκπόνηση της μελέτης.
Τα προηγούμενα ευρήματα σχετικά με τις επιπτώσεις του κλεισίματος των σχολείων στην ψυχική υγεία ήταν ανάμεικτα. Ορισμένες μελέτες έχουν δείξει δραματικά αυξημένη κατάθλιψη και άγχος μεταξύ των νέων κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Άλλες, αντίθετα, διαπίστωσαν μείωση της ζήτησης για ψυχιατρική περίθαλψη και των αυτοκτονιών των νέων ενόσω τα σχολεία ήταν κλειστά. Ορισμένα στοιχεία δείχνουν επίσης ότι ο εκφοβισμός -συμπεριλαμβανομένου του διαδικτυακού- μπορεί να μειώθηκε κατά τη διάρκεια του κλεισίματος των σχολείων.
Η Γερμανία παρείχε ένα φυσικό πείραμα προκειμένου να βοηθήσει τους ερευνητές να διακρίνουν τις επιπτώσεις του κλεισίματος των σχολείων από τις επιπτώσεις της πανδημίας στην ψυχική υγεία, καθώς τα 16 ομόσπονδα κρατίδιά της έχουν την εξουσία να αποφασίζουν αυτόνομα τις σχολικές πολιτικές τους. Όλα τα κρατίδια έκλεισαν τα σχολεία τον Μάρτιο του 2020, αλλά το καθένα ακολούθησε το δικό του πρόγραμμα για την επιστροφή των μαθητών στις αίθουσες. Εντός των πολιτειών, οι πολιτικές διέφεραν επίσης ανά βαθμίδα εκπαίδευσης: Οι μαθητές που πλησίαζαν στην αποφοίτηση, είτε από το δημοτικό είτε από το ανώτερο επίπεδο, επέστρεψαν στη δια ζώσης διδασκαλία ήδη από τα τέλη Απριλίου, ενώ άλλοι μαθητές παρέμειναν στο σπίτι τους μέχρι και τις αρχές Ιουνίου.
Η δρ. Felfe και οι συνεργάτες της συνδύασαν τα δεδομένα αυτά με τις απαντήσεις που έδωσαν 1040 παιδιά ηλικίας 11 έως 17 ετών σε ολόκληρη τη Γερμανία, σε σχετική έρευνα η οποία διεξήχθη από μια εθνική κοινοπραξία ερευνητών μεταξύ 26 Μαΐου και 10 Ιουνίου 2020. Στόχος της ήταν να μετρήσει την «ποιότητα ζωής που σχετίζεται με την υγεία«, θέτοντας ερωτήσεις όπως «ένιωσες καλά και υγιής κατά τη διάρκεια της προηγούμενης εβδομάδας;» και ζητώντας από τους νέους να αξιολογήσουν το πόσο συχνά ένιωθαν θλίψη, νευρικότητα και μια σειρά άλλων συναισθημάτων.
Συγκρίνοντας τις αντιδράσεις των παιδιών των ίδιων βαθμίδων που επέστρεψαν στο σχολείο σε διαφορετικές χρονικές στιγμές, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι για τον μέσο μαθητή, οι επιπλέον εβδομάδες στο σπίτι οδήγησαν σε αύξηση των προβλημάτων συναισθηματικής υγείας και των καταθλιπτικών συμπτωμάτων, ωστόσο δεν επηρέασαν τα επίπεδα του άγχους τους. Συνολικά, σύμφωνα με τους υπολογισμούς της ομάδας, το κλείσιμο των σχολείων ευθύνεται για τη μείωση του ποσοστού της μέσης ευημερίας κατά 11%.
Ωστόσο, υπήρχαν διαφορετικά αποτελέσματα σε διαφορετικές ομάδες: Τα μικρότερα παιδιά επηρεάστηκαν περισσότερο, ενώ στα παιδιά ηλικίας άνω των 15 ετών παρουσιάστηκε μικρή ή/και καθόλου επίδραση. Τα αγόρια επηρεάστηκαν περισσότερο από τα κορίτσια από τις εβδομάδες στο σπίτι. Ο λόγος γι' αυτή τη διαφοροποίηση δεν και τόσο είναι σαφής, σύμφωνα με την Ulrike Ravens-Sieberer, ειδικό στη δημόσια υγεία των παιδιών στο Πανεπιστημιακό Ιατρικό Κέντρο Hamburg-Eppendorf, η οποία βοήθησε στην ανάπτυξη της έρευνας για την ψυχική υγεία. Η ίδια τονίζει πως ένας λόγος μπορεί να είναι ότι τα κορίτσια τείνουν να αναπτύσσουν πιο αποτελεσματικές στρατηγικές αντιμετώπισης δύσκολων ζητημάτων σε μικρότερες ηλικίες. Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι τα παιδιά που ήταν κλεισμένα σε σχετικά μικρότερους χώρους διαβίωσης παρουσίασαν επίσης ισχυρότερες αρνητικές επιδράσεις - ένα εύρημα που υποδηλώνει ότι η ψυχική επιβάρυνση από την κατ' οίκον εκπαίδευση έπληξε δυσανάλογα τα φτωχότερα παιδιά.
Οι ερευνητές αναζήτησαν επίσης τις επιπτώσεις του κλεισίματος των σχολείων σε δεδομένα που συλλέχθηκαν από μια εθνική τηλεφωνική γραμμή αντιμετώπισης των κρίσεων ψυχικής υγείας. Διαπιστώθηκε ότι για κάθε δεδομένη τοποθεσία, όταν τα σχολεία ήταν κλειστά, οι κλήσεις που αφορούσαν συγκρούσεις ή προβλήματα με δασκάλους και συνομηλίκους μειώθηκαν, ενώ οι κλήσεις που αφορούσαν υποθέσεις εντός του οικογενειακού περιβάλλοντος αυξήθηκαν. Για τους μαθητές που επέστρεψαν στα σχολεία μετά τα μέσα Μαΐου, ο υψηλός αριθμός κλήσεων που αφορούσαν την οικογένεια παρέμεινε μέχρι τις αρχές Αυγούστου.
Ο συνδυασμός όλων αυτών των πηγών δεδομένων είναι «ένα βήμα προς μια ενδιαφέρουσα κατεύθυνση για τον εντοπισμό των επιπτώσεων στη συνολική ψυχική υγεία» που πιθανά δεν εμφανίζονται στις στατιστικές που καλύπτουν τις επισκέψεις σε γιατρούς ή τις αυτοκτονίες, λέει ο Valentin Klotzbücher, οικονομολόγος στο Πανεπιστήμιο του Φράιμπουργκ, ο οποίος έχει μελετήσει τη χρήση τηλεφωνικής γραμμής βοήθειας κατά τη διάρκεια της πανδημίας τόσο μεταξύ των νέων όσο και των ενηλίκων. Ωστόσο, προειδοποιεί, ο αριθμός των μαθητών που συμμετείχαν στην έρευνα είναι πολύ μικρός, ιδίως όταν υποδιαιρείται ανά τάξη και κρατίδιο διαμονής. Ο Jonas Vlachos, οικονομολόγος στο Πανεπιστήμιο της Στοκχόλμης, ο οποίος έχει μελετήσει τις επιπτώσεις του κλεισίματος των σχολείων τόσο στις λοιμώξεις όσο και στην ψυχική υγεία, συμφωνεί. Αν και οι απαντήσεις της έρευνας είναι πολύτιμες, προσθέτει, προσφέρουν ένα μοναδικό στιγμιότυπο από τις αρχές της πανδημίας. «Θα ήθελα να δω περισσότερα στοιχεία για τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις» του κλεισίματος των σχολείων, λέει χαρακτηριστικά.
Αυτά τα στοιχεία αρχίζουν να εμφανίζονται, αντιλέγει η Ravens-Sieberer. Η ίδια και οι συνάδελφοί της συνέχισαν να συλλέγουν τις απαντήσεις της έρευνας και τώρα έχουν δεδομένα από πέντε διαφορετικές χρονικές στιγμές, μέχρι το φθινόπωρο του 2022. Τα αποτελέσματα υποδηλώνουν ότι οι βαθμολογίες ψυχικής υγείας έφτασαν σε χαμηλό επίπεδο στα τέλη του 2020 και έκτοτε έχουν ανακάμψει, αν και όχι ακριβώς στα προ πανδημίας επίπεδα. Αυτό μπορεί να οφείλεται και σε άλλα γεγονότα, όπως η κλιμακούμενη κλιματική κρίση και ο πόλεμος στην Ουκρανία, σημειώνει η ίδια. Τώρα συνεργάζεται με συναδέλφους της σε εννέα χώρες και στις πέντε ηπείρους προκειμένου να συγκρίνει τις επιπτώσεις του κλεισίματος των σχολείων στις κοινωνικές ανισότητες που επηρεάζουν την υγεία των παιδιών.
Η Ravens-Sieberer λέει ότι τα νέα δεδομένα δεν θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν για την αναμόχλευση των συζητήσεων σχετικά με το ορθόν της απόφασης του κλεισίματος των σχολείων ως απάντηση στην επέλαση της COVID-19. «Η εκ των υστέρων γνώση είναι 20/20», επισημαίνει και υποστηρίζει πως «στις αρχές του 2020, όλοι έλαβαν τις καλύτερες αποφάσεις που μπορούσαν εκείνη τη στιγμή».
«Η επόμενη κρίση δημόσιας υγείας», συνεχίζει η Ravens-Sieberer, «μπορεί να είναι διαφορετική και έτσι θα είναι δύσκολο να αντλήσουμε άμεσα διδάγματα από όσα συνέβησαν κατά τη διάρκεια αυτής της πανδημίας. Αντίθετα, ο αντίκτυπος του κλεισίματος των σχολείων το 2020 στα νεότερα και φτωχότερα παιδιά υπογραμμίζει την ανάγκη τα σχολεία και άλλοι φορείς να βοηθήσουν στην οικοδόμηση της ανθεκτικότητας και της ψυχολογικής υγείας των παιδιών, ώστε να είμαστε καλύτερα προετοιμασμένοι για όποια κρίση κι αν έρθει στη συνέχεια».
Πηγή: Science.org