Μια ομάδα ερευνητών από το Ερευνητικό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Υγείας Μητέρας-Παιδιού και Ιατρικής Ακριβείας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (Καθηγητής Γεώργιος Χρούσος), το Ελληνικό Ινστιτούτο Παστέρ (Αλέξιος-Φώτιος Μεντής), και το Τμήμα Ιατρικής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας (Καθηγητής Ευθύμιος Δαρδιώτης) πρότεινε πρόσφατα ένα καινοτόμο μοντέλο για να εξηγήσει πώς αναπτύσσεται η νόσος του Αλτσχάιμερ. Το παραπάνω μπορεί να οδηγήσει σε νέες προοπτικές για ασθενείς που πάσχουν από αυτήν την κοινή νευρολογική νόσο που εκδηλώνεται κυρίως ως άνοια.
Τα λεμφικά αγγεία είναι ένας ειδικός τύπος λεπτών αγγείων που παροχετεύουν τα λεμφικά υγρά για κάθαρση στους λεμφαδένες. Τα υγρά αυτά περιέχουν συσσωρευμένα παραπροϊόντα του μεταβολισμού των κυττάρων, ακόμα και ολόκληρα, ημι-κατεστραμμένα ή άχρηστα κύτταρα. Έως πρόσφατα πιστευόταν ότι δεν υπάρχουν λεμφικά αγγεία στον εγκέφαλο. Αλλά μόλις από το 2015 γνωρίζουμε ότι τα λεμφικά αγγεία που βρίσκονται στις μήνιγγες, δηλαδή τις μεμβράνες που περιβάλουν τον εγκέφαλο, είναι καθοριστικά για απομάκρυνση των τοξικών αποβλήτων των εγκεφαλικών κυττάρων. Έτσι οποιαδήποτε δυσλειτουργία ή βλάβη του λεμφικού συστήματος των μηνίγγων μπορεί να παίξει ρόλο στη νόσο Αλτσχάιμερ.
Εξήγηση της νόσου
Η ομάδα του Καθηγητή Γεώργιου Χρούσου έκανε την υπόθεση ότι η λειτουργία των λεμφικών αγγείων της μήνιγγας επηρεάζεται από την απολιποπρωτεΐνη Ε4, ένα μόριο που είναι γνωστό ως ο βασικότερος (δηλαδή για πάνω από το 50%) παράγοντας γενετικού κινδύνου για ανάπτυξη της νόσου Αλτσχάιμερ.
Συγκεκριμένα, οι ερευνητές μελέτησαν διαφορές στο πώς εκφράζονται τα γονίδια στο κύτταρα που είναι θετικά για την απολιποπρωτεΐνη Ε4 σε σύγκριση με εκείνα χωρίς απολιποπρωτεΐνη Ε4, και για το σκοπό αυτό, βασίστηκαν σε πειραματικά μοντέλα από πολυδύναμα βλαστικά κύτταρα. Η μελέτη τους έδειξε ότι σε συγκεκριμένα βλαστικά κύτταρα που μοιράζονται κοινά στοιχεία με τα κύτταρα των λεμφαγγείων και που εκφράζουν το γονίδιο της απολιποπρωτεΐνης E4, τα επίπεδα γονιδίων που σχετίζονται με χαρακτηριστικά λεμφικών αγγείων και με λεμφοίδημα σε άλλα μέρη του σώματος ήταν στατιστικά διαφορετικά με πολύ σημαντικό τρόπο.
Πρακτικά αυτό ίσως σημαίνει ότι η απολιποπρωτεΐνη E4 μπορεί να συμβάλλει στην πρόωρη συρρίκνωση των λεμφικών αγγείων της μήνιγγας (ένας όρος που οι συγγραφείς αποκαλούν «μηνιγγική λεμφοσκλήρωση» κατ’ αντιστοιχία με την αθηροσκλήρωση), και να οδηγεί έτσι σε διαταραγμένη λειτουργία των μηνιγγικών λεμφαγγείων (που μοιάζει με «λεμφοίδημα» των μηνίγγων»). Το παραπάνω, με τη σειρά του, μπορεί να προκαλέσει μείωση της απομάκρυνσης τοξικών μεταβολιτών και κυττάρων από τον εγκέφαλο, κάτι που μπορεί να οδηγήσει σε νευροεκφύλιση, όπως εκείνη που λαμβάνει χώρα στον εγκέφαλο ασθενών με τη νόσο Αλτσχάιμερ.
Τι σημαίνουν λοιπόν τα ευρήματα αυτά για τη ζωή των ασθενών; Οι συγγραφείς προτείνουν ότι το μοντέλο τους, εάν επαληθευτεί περαιτέρω με πρόσθετες μελέτες, μπορεί να οδηγήσει σε νέα φάρμακα που θα κατανέμονται μέσω εγκεφαλονωτιαίου υγρού για τη θεραπεία της νόσου Αλτσχάιμερ. Συγκεκριμένα, τα φάρμακα αυτά θα μπορούσαν να αποκαταστήσουν την φυσιολογική ανατομία και λειτουργία των λεμφαγγείων της μήνιγγας, επιτρέποντας έτσι την παροχέτευση των τοξικών μεταβολιτών από τον εγκέφαλο. Αυτό θα επέτρεπε τη βελτιωμένη απομάκρυνση του αμυλοειδούς-βήτα, αλλά και άλλων τοξικών προϊόντων από τον εγκέφαλο, καθυστερώντας έτσι την πρόοδο και ανακουφίζοντας τα συμπτώματα της νόσου Αλτσχάιμερ.
«Σε κάθε περίπτωση», υπογραμμίζουν οι ερευνητές, «απαιτούνται περαιτέρω μελέτες για την επικύρωση αυτών των ευρημάτων σε ασθενείς και για την αξιολόγηση πιθανών θεραπευτικών επιλογών για να βοηθήσουν τους ασθενείς με νόσος Αλτσχάιμερ».
Το άρθρο των ερευνητών με τίτλο «Apolipoprotein E4 and meningeal lymphatics in Alzheimer disease: a conceptual framework» δημοσιεύθηκε πρόσφατα στο έγκριτο διεθνές περιοδικό «Molecular Psychiatry» που ανήκει στον εκδοτικό οίκο «Nature».