Σύμφωνα με τους ερευνητές, οι γυναίκες είναι περισσότερο πιθανό να βιώσουν επεισόδια αϋπνίας. Οι αιτίες συχνά είναι πολυπαραγοντικές καθώς ο γυναικείος πληθυσμός αντιμετωπίζει πολλές περιστάσεις που επηρεάζουν την ρουτίνα του ύπνου όπως η απόκτηση παιδιών και η ανατροφή τους αλλά και η περίοδος της εμμηνόπαυσης που έρχεται μαζί με πλήθος βιολογικών αλλαγών.
Άλλωστε, είναι γνωστό από παλαιότερες έρευνες, ότι οι περισσότεροι ενήλικες ανεξαρτήτως φύλου παραπονιούνται για έλλειψη ύπνου. Σε μελέτη που πραγματοποιήθηκε πριν λίγους μήνες από ειδικούς του Brigham and Women’s Hospital, προέκυψε ότι οι περισσότεροι ενήλικες κοιμούνται περίπου 6 ώρες και 27 λεπτά κάθε βράδυ ενώ σχεδόν το 30% προλαβαίνει ακόμα λιγότερες ώρες βραδινού ύπνου.
Η έλλειψη επαρκών ωρών ύπνου σε τακτική βάση συνδέεται με πολλά χρόνια προβλήματα υγείας, όπως καρδιακές παθήσεις, νεφροπάθειες, υψηλή αρτηριακή πίεση, εγκεφαλικά επεισόδια, παχυσαρκία και κατάθλιψη, σύμφωνα με το Αμερικανικό Εθνικό Ινστιτούτο Καρδιάς, Πνεύμονα και Αίματος.
Τα επίπεδα γλυκόζης
Στην επικείμενη μελέτη συμμετείχαν 38 γυναίκες μεταξύ 20 και 75 ετών που κοιμούνταν κατά μέσο όρο από 7 έως 9 ώρες κάθε βράδυ και είχαν φυσιολογικά επίπεδα σακχάρου στο αίμα. Ωστόσο, όλες οι συμμετέχουσες αντιμετώπιζαν κάποιο καρδιακό νόσημα ή μεγαλύτερο κίνδυνο για εκδήλωση του, λόγω αυξημένου Δείκτη Μάζας Σώματος ή παχυσαρκίας, οικογενειακού ιστορικού διαβήτη τύπου 2, υψηλής χοληστερόλης ή τριγλυκεριδίων ή κάποιου συνδυασμού αυτών των παραγόντων.
Οι συμμετέχουσες, για 6 εβδομάδες κατέγραφαν συστηματικά την ρουτίνα του ύπνου τους καθώς για τις ανάγκες της έρευνας για κάποιο διάστημα κοιμούνταν κανονικά και για κάποιο άλλο περιόριζαν τις ώρες της βραδινής κατάκλισης.
Οι διαφορές που προέκυψαν σε βιολογικούς δείκτες, ανάμεσα στο διάστημα ύπνου 7,5 ωρών και 6 ωρών, ήταν χαρακτηριστικές των επιπτώσεων που προκαλεί η έλλειψη ύπνου στο σώμα μας.
Λιγότερες ώρες ύπνου, προκάλεσαν αύξηση στο φαινόμενο αντίστασης στην ινσουλίνη κατά 14,8%. Για τις μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες, το ποσοστό αυτό ανέβαινε ακόμα και στο 20,1%. Με απλά λόγια, οι γυναίκες που αντιμετώπιζαν έλλειψη ύπνου χρειάζονταν περισσότερη ινσουλίνη για να ομαλοποιήσουν τις τιμές σακχάρου στο αίμα τους.
Όταν ένα άτομο αναπτύσσει αντίσταση στην ινσουλίνη, εξηγούν οι ειδικοί, ο οργανισμός του γίνεται λιγότερο αποτελεσματικός στην ικανότητα επεξεργασίας της γλυκόζης, κάτι που με τη σειρά του αυξάνει τον κίνδυνο για προδιαβήτη ή διαβήτη τύπου 2.
Εάν η κατάσταση παραταθεί για μεγάλο διάστημα, είναι πιθανό ότι θα μπορούσε να επιταχύνει την εξέλιξη σε διαβήτη τύπου 2, καταλήγουν οι συγγραφείς της μελέτης.
Οι ερευνητές εξέτασαν επίσης εάν η αύξηση του σωματικού βάρους που καταγράφηκε σε κάποιες συμμετέχουσες κατά τη διάρκεια της μελέτης θα μπορούσε να είναι ο ένοχος παράγοντας για τα αποτελέσματα που προέκυψαν, ωστόσο διαπιστώθηκε ότι οι επιδράσεις στην αντίσταση στην ινσουλίνη ήταν σε μεγάλο βαθμό ανεξάρτητες από τις αλλαγές στο σωματικό βάρος και όταν οι γυναίκες άρχισαν να κοιμούνται ξανά 7 έως 9 ώρες κάθε νύχτα, τα επίπεδα ινσουλίνης και γλυκόζης επέστρεψαν στο φυσιολογικό.
Οι ερευνητές δεν ήταν σε θέση να αποκωδικοποιήσουν πλήρως γιατί ο λιγότερος ύπνος μπορεί να προκαλέσει αυτή την αλλαγή. Μια πιθανή εξήγηση είναι ότι επηρεάζει την έκκριση κορτιζόλης και ευνοεί την δημιουργία χρόνιας φλεγμονής στο σώμα.
Σε κάθε περίπτωση, οι γιατροί συστήνουν στις γυναίκες που έχουν περάσει στην εμμηνόπαυση να προχωρήσουν σε μικρές αλλαγές στις καθημερινές τους συνήθειες, οι οποίες μπορούν να βοηθήσουν στην βελτίωση του ύπνου τους.
Τι συμβουλεύουν οι ειδικοί;
- Αποφύγετε την καφεΐνη και τα πικάντικα τρόφιμα.
- Μην καταναλώνετε μεγάλα γεύματα πριν τον ύπνο.
- Ασκηθείτε καθημερινά αλλά όχι πολύ κοντά στην ώρα της βραδινής κατάκλισης.
- Συνηθίστε να ξαπλώνετε και να ξυπνάτε περίπου τις ίδιες ώρες κάθε μέρα.
- Περιορίστε το αλκοόλ και το κάπνισμα.
- Κρατήστε τηλέφωνα και τα tablet έξω από την κρεβατοκάμαρά σας.
Πηγή: Everydayhealth.com