Ολοένα και περισσότερο αναδεικνύεται η αξία και σημασία του καλού ύπνου. Έτσι ακούμε συνεχώς – και κατ’ επέκταση οι ειδικοί του ύπνου ερωτώνται – πόσες ώρες θα πρέπει να κοιμόμαστε (ποσότητα του ύπνου) αλλά και για την ποιότητα του ύπνου. Το ερώτημα ποιο από τα δύο, ποσότητα ή ποιότητα, είναι πιο σημαντικό για την ευζωία και την σωματική και ψυχική ευεξία, είναι πλασματικό, αφού και τα δύο είναι εξίσου σημαντικά.
Φαίνεται ότι οι 7-9 ώρες ύπνου (και ο μέσος όρος 8 ώρες) ή τουλάχιστον 7 ώρες, όπως προτείνει η Αμερικανική Ακαδημία Ιατρικής του Ύπνου (AASM), συνδέονται με μικρότερα ποσοστά καρδιαγγειακών νοσημάτων, διαβήτη, καρκίνου, εμφάνισης άνοιας και τελικά με μεγαλύτερο προσδόκιμο ζωής.
Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι όσοι χρειάζονται 6 ώρες (short sleepers) ή περισσότερες από 9 ώρες (long sleepers) θα πάθουν τα παραπάνω.
Οι πραγματικές ανάγκες για ύπνο αναδεικνύονται μόνο εάν εμπιστευθούμε την αυθόρμητη αφύπνιση (χωρίς ξυπνητήρι δηλαδή), όπως γίνεται όταν δεν δουλεύουμε (τα Σαββατοκύριακα ή στις διακοπές).
Σύνδρομο στέρησης ύπνου, μια σύγχρονη επιδημία
Το σύνδρομο χρόνιας στέρησης ύπνου είναι μια σύγχρονη επιδημία. Χαρακτηριστικά, από το 1980 και μετά κοιμόμαστε κατά μέσο όρο 7 ώρες (ίσως και λιγότερες) την ημέρα, δηλαδή 2 ώρες λιγότερες σε σχέση με το 1920. Υπολογίζεται ότι 1/3 με 1/4 των ενηλίκων στερούνται χρονίως των απαραιτήτων ωρών ύπνου, με αποτέλεσμα τα προαναφερθέντα για την υγεία τους.
Το σύνδρομο χρόνιας στέρησης ύπνου είναι η μία σύγχρονη επιδημία και για τη Δημόσια Υγεία, με τεράστιο δημοσιονομικό κόστος: Υπολογίζεται ότι στοιχίζει το 2% και 3% του Α.Ε.Π. των ΗΠΑ και Ιαπωνίας αντίστοιχα.
Άπνοια ύπνου: πρόβλημα για 2 δισεκατομμύρια ανθρώπους
Η έτερη σύγχρονη επιδημία που αφορά όχι μόνο στον ύπνο αλλά εν γένει την δημόσια υγεία, είναι το σύνδρομο άπνοιας ύπνου. Το τελευταίο αφορά περίπου 1/5 των ενηλίκων και περίπου το ½ μετά την ηλικία των 50!
Το επίσης εντυπωσιακό δεν είναι να σκεφτούμε ότι πάνω από 2 δισεκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως πάσχουν από το σύνδρομο άπνοιας ύπνου, αλλά κυρίως ότι μόνο 20% αυτώντο γνωρίζει!
Το ανωτέρω γεννά και πάλι ένα τεράστιο βάρος στην δημόσια υγεία, μιας και όταν παραμένει αρρύθμιστο το σύνδρομο άπνοιας ύπνου, όπως και το σύνδρομο χρόνιας αποστέρησης ύπνου, προκαλεί ανάλογα προβλήματα (καρδιαγγειακά, μεταβολικά, νευρονοητικά, ανοσοποιητικά, αλλά και πολλά ατυχήματα τροχαία και εργατικά), όπως επίσης και μια μεγάλη επιβάρυνση στο Α.Ε.Π μιας χώρας (χαρακτηριστικά 150 δις δολάρια στην οικονομία των ΗΠΑ).
Γιατί όμως ενώ το σύνδρομο άπνοιας ύπνου είναι τόσο συχνό και διαδεδομένο, μόνο 1/5 των πασχόντων το αναγνωρίζει; Αυτό φαίνεται πως έχει να κάνει με το γεγονός ότι συχνά υποεκτιμούμε τόσο τα νυκτερινά όσο και τα ημερήσια συμπτώματα που συνδέονται με αυτό.
Όσον αφορά τα νυκτερινά συμπτώματα, η παύση της αναπνοής για περισσότερο από 10 δευτερόλεπτα που είναι ο ορισμός της άπνοιας ύπνου και η οποία ακολουθείται από μια απότομη βαθιά θορυβώδη ανάσα, που συχνά λανθασμένα θεωρείται ως βαθύ ροχαλητό.
Από την άλλη, συχνά στο σύνδρομο άπνοιας ύπνου δεν υπάρχει αυτή η πλήρης παύση της αναπνοής που ακολουθείται από τον προαναφερθέντα «βρυχηθμό», αλλά μερική παύση της αναπνοής με μερική διακοπή (50% έως 90%) της ροής του αέρα στον αεραγωγό. Το ανωτέρω φαινόμενο που ονομάζεται υπόπνοια, είναι ίσως πιο ύπουλο και κινεί λιγότερο τις υποψίες σε σχέση με την πιο θορυβώδη άπνοια. Βέβαια, οι συνέπειες τής υπόπνοιας με εκείνες της άπνοιας είναι οι ίδιες, για αυτό και τα δύο φαινόμενα εντάσσονται στον ίδιο δείκτη (υπο-απνοΐκός δείκτης – ΑΗΙ).
Πέρα όμως από την μερική ή πλήρη διακοπή της αναπνοής, άλλα συμπτώματα που υποεκτιμώνται είναι η νυκτουρία. Ως νυκτουρία ορίζεται η διούρηση κατά την νύχτα. Στο σύνδρομο άπνοιας ύπνου, συχνά ο ασθενής αναγκάζεται να ουρεί τακτικά 2, 3 ή και περισσότερες φορές τη νύχτα, πράγμα που συχνά λανθασμένα αποδίδεται σε παθήσεις του ουροποιητικού (πχ προστάτης) ή του αναπαραγωγικού (πχ πρόπτωση μήτρας). Άλλα συμπτώματα που υποεκτιμώνται ή που αποδίδονται λανθασμένα σε άλλες αιτίες είναι η νυκτερινή εφίδρωση, πράγμα που συχνά αποδίδεται σε λάθος θερμοκρασία του υπνικού περιβάλλοντος ή σε ορμονικά ζητήματα (πχ εμμηνόπαυση), ή η αυξημένη αρτηριακή πίεση κατά την πρωινή αφύπνιση, πράγμα που ενώ οφείλεται στην «πραγματική πάλη» που κάνει ο ασθενής με σύνδρομο άπνοιας ύπνου στον ύπνο του, λανθασμένα αποδίδεται σε μη ορθή φαρμακευτική αντιμετώπιση της ήδη υπάρχουσας αρτηριακής υπέρτασης.
Την ίδια στιγμή, μια σωρεία ημερήσιων συμπτωμάτων οφείλονται στο σύνδρομο άπνοιας ύπνου αλλά λανθασμένα αποδίδονται αλλού. Έτσι, πολύ συχνά η ημερήσια υπνηλία αποδίδεται σε μειωμένα ωράρια ύπνου, η ημερήσια κόπωση στο ίδιο ή στα πλαίσια υπερβολικής σωματικής κόπωσης από την δουλειά ή ακόμη και σε κακή συναισθηματική κατάσταση (κατάθλιψη), όπως επίσης γενικότερα συμπτώματα από την ψυχική σφαίρα (ευερεθιστότητα, νευρικότητα, κακή διάθεση μελαγχολία και άγχος) αποδίδονται λανθασμένα σε ψυχολογικά αίτια ενώ στην πράξη ο πραγματικός υπαίτιος είναι το σύνδρομο άπνοιας ύπνου.
Σε αυτά τα πλαίσια και νευροψυχολογικά ελλείμματα όπως η μειωμένη προσοχή, η έλλειψη συγκέντρωσης, η αδυναμία συγκράτησης αλλά και ανάκλησης στοιχείων και πληροφοριών συχνά η αιτία τους αναζητάται σε οργανικά νευρολογικά ζητήματα (νοητική έκπτωση, άνοια) και κατ’ αντιστοιχία η θεραπεία αναζητάται σε φάρμακα ή βιταμίνες για την μνήμη, ενώ η πραγματική θεραπεία είναι το εργαστήριο ύπνου, η αναγνώριση του συνδρόμου άπνοιας ύπνου και η θεραπεία αυτού!