Μέχρι τις 20 Απριλίου του 2022, 111 κρούσματα οξείας ηπατίτιδας άγνωστης αιτιολογία έχουν καταγραφεί στο Ηνωμένο Βασίλειο και μέχρι τις 27 Απριλίου περίπου 55 πιθανά και επιβεβαιωμένα περιστατικά έχουν καταγραφεί σε 12 χώρες της ΕΕ/ΕΟΧ. Επίσης 12 ακόμη κρούσματα έχουν εντοπιστεί στις ΗΠΑ, 12 στο Ισραήλ και ένα στην Ιαπωνία.
Το Ευρωπαϊκό Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων χαρακτήρισε τα κρούσματα οξείας ηπατίτιδας αγνώστου αιτιολογίας ως «ανησυχητικά» για τη Δημόσια Υγεία και σχολίασε ως «υψηλό» τον αντίκτυπο για τα παιδιά που νοσούν από τη νόσο.
«Οι περιπτώσεις στην ΕΕ/ΕΟΧ είναι σποραδικές με ασαφή τάση. Ως εκ τούτου, ο κίνδυνος για τον ευρωπαϊκό παιδιατρικό πληθυσμό δεν μπορεί να εκτιμηθεί με ακρίβεια. Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη τις αναφερόμενες περιπτώσεις οξείας ηπατικής ανεπάρκειας, με ορισμένες περιπτώσεις να απαιτούν μεταμόσχευση ήπατος, ο πιθανός αντίκτυπος για τον προσβεβλημένο παιδιατρικό πληθυσμό θεωρείται υψηλός. Η πρόσβαση σε εξαιρετικά εξειδικευμένες παιδιατρικές υπηρεσίες εντατικής θεραπείας και μεταμόσχευσης μπορεί να επηρεάσει περαιτέρω τα αποτελέσματα. Λαμβάνοντας υπόψη την άγνωστη αιτιολογία, τον θιγόμενο παιδιατρικό πληθυσμό και την πιθανή σοβαρή έκβαση, αυτό αποτελεί επί του παρόντος ένα γεγονός ανησυχίας για τη δημόσια υγεία» αναφέρει χαρακτηριστικά.
Τα πιθανά αίτια που εξετάζονται
Η κλινική εικόνα είναι σοβαρή οξεία ηπατίτιδα που απαιτεί νοσηλεία με ίκτερο και σημαντικά αυξημένες τρανσαμινάσες του ήπατος. Στις περισσότερες περιπτώσεις μέχρι σήμερα, η έναρξη του ίκτερου προηγήθηκε μιας γαστρεντερικής ασθένειας με έμετο, διάρροια και ναυτία. Οι πληροφορίες σχετικά με την έκβαση των υποθέσεων εξακολουθούν να συλλέγονται. Μέχρι στιγμής, οι περισσότεροι ασθενείς για τους οποίους υπάρχουν διαθέσιμες πληροφορίες έχουν αναρρώσει, αλλά ένας αριθμός έχει προχωρήσει σε οξεία ηπατική ανεπάρκεια και απαιτείται μεταμόσχευση ήπατος.
Οι λεπτομερείς επιδημιολογικές και εργαστηριακές έρευνες των κρουσμάτων συνεχίζονται για να προσδιοριστεί η αιτία. Τα κρούσματα έχουν εξεταστεί για μία τεράστια γκάμα διαφορετικών μολυσματικών αιτιών και οι πιο κοινοί παθογόνοι που βρέθηκαν ήταν αδενοϊοί και ο SARS-CoV-2. Στην Αγγλία και στη Σκωτία, το 75,5% και το 50% των κρουσμάτων αντίστοιχα διαγνώστηκαν θετικά για αδενοϊό. Η υποανάλυση 11 κρουσμάτων από την έρευνα στο Η.Β. κατέληξε ότι όλα αφορούσαν αδενοϊό τύπου 41F, που αποτελεί τον ίδιο υποτύπο που βρέθηκε και σε υπόλοιπα κρούσματα στις ΗΠΑ.
Άλλοι αδενοϊοί βρέθηκαν επίσης σε μη δείγματα αίματος ανάμεσα στα κρούσματα του Η.Β. που εξετάστηκαν. Πληροφορίες για το testing στην Ε.Ε./ΕΟΧ δεν είναι πλήρεις αλλά ανάμεσα στα κρούσματα που αναφέρθηκαν, τα 10 διαγνώστηκαν θετικά για αδενοϊό. Η στατιστική υπέρβαση σε σύγκριση με τις θετικές δοκιμές των προηγούμενων ετών στην ανίχνευση πολλών ιών στην κοινότητα έχει αναφερθεί από το Ηνωμένο Βασίλειο, συμπεριλαμβανομένης μιας σημαντικής πρόσφατης υπέρβασης στις ανιχνεύσεις αδενοϊού σε δείγματα κοπράνων μεταξύ παιδιών ηλικίας 1-4 ετών.
Η τοξικολογική ανάλυση δειγμάτων που συλλέχθηκαν από περιπτώσεις στο πλαίσιο της έρευνας του Ηνωμένου Βασιλείου βρίσκεται σε εξέλιξη. Αν και αναφέρθηκαν επιδημιολογικοί σύνδεσμοι από τη σκωτσέζικη έρευνα για δύο ζεύγη κρουσμάτων, δεν έχουν αναφερθεί άλλες συστάδες. Σε όλες τις χώρες αναφοράς, οι περισσότερες περιπτώσεις μέχρι σήμερα δεν είχαν σημαντικό ιατρικό ιστορικό στο παρελθόν.
Το συμπέρασμα του ECDC για την πιθανή αιτία
Με βάση αυτές τις έρευνες, το ECDC καταλήγει στο εξής συμπέρασμα: «Η τρέχουσα κύρια υπόθεση είναι ότι ένας συμπαραγωγός που επηρεάζει μικρά παιδιά που έχουν λοίμωξη από αδενοϊό, η οποία θα ήταν ήπια υπό κανονικές συνθήκες, προκαλεί πιο σοβαρή λοίμωξη ή ηπατική βλάβη με ανοσοποιητική διαμεσολάβηση».
Άλλες αιτιολογίες (π.χ. άλλοι μολυσματικοί ή τοξικοί παράγοντες) εξακολουθούν να διερευνώνται και δεν έχουν αποκλειστεί, αλλά θεωρούνται λιγότερο πιθανές. Η παθογένεση της νόσου και οι οδοί μετάδοσης είναι επίσης ακόμα άγνωστες. Η ασθένεια είναι αρκετά σπάνια και τα στοιχεία γύρω από τη μετάδοση από άνθρωπο σε άνθρωπο παραμένουν ασαφή.
Σύσταση του ECDC για τήρηση των πρακτικών υγιεινής
Καθώς η αιτιολογία παραμένει άγνωστη, δεν μπορούν να καθοριστούν αποτελεσματικά μέτρα ελέγχου σε αυτό το στάδιο. Η έκθεση των κοπράνων από το στόμα σε ιούς όπως οι αδενοϊοί είναι πιο πιθανή για τα μικρά παιδιά.
Ως εκ τούτου, το ECDC συνιστά την ενίσχυση γενικών ορθών πρακτικών υγιεινής (συμπεριλαμβανομένης της προσεκτικής υγιεινής των χεριών, του καθαρισμού και της απολύμανσης των επιφανειών) σε χώρους όπου παρακολουθούν μικρά παιδιά.