Ο ακριβής προσδιορισμός των ασθενών που ανήκουν σε ομάδα υψηλού κινδύνου για σοβαρή νόσο COVID-19 λόγω ανοσοκαταστολής και υποβέλτιστης ανταπόκρισης στον εμβολιασμό κατά του SARS-CoV-2 είναι σημαντικός για τον καλύτερο σχεδιασμό πολιτικών δημόσιας υγείας για την προστασία των ευάλωτων πληθυσμιακών ομάδων.
Με βάση τη διαθέσιμη βιβλιογραφία, δεν έχει καταστεί σαφές εάν ο έλεγχος των αντισωμάτων έναντι του SARS-CoV-2 μετά τον εμβολιασμό, έχει κλινική χρησιμότητα σε ασθενείς με ενεργό κακοήθεια.
Οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ) Θεοδώρα Ψαλτοπούλου, Γιάννης Ντάνασης, Ροδάνθη Ελένη Συρίγου, Πάνος Μαλανδράκης, και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ) συνοψίζουν τα δεδομένα της πρόσφατης δημοσίευσης του Lennard Y.W. Lee και συνεργατών στην έγκριτη επιστημονική επιθεώρηση Jama Oncology με θέμα τη συσχέτιση της αντισωματικής απάντησης έναντι του SARS-CoV-2 κατόπιν εμβολιασμού με τη σοβαρότητα της COVID-19 σε ασθενείς με κακοήθεια.
Συγκεκριμένα, προσδιορίστηκε η ανάπτυξη αντισωμάτων έναντι της πρωτεΐνης S του SARS-CoV-2 (COV-S) και αξιολογήθηκε ο κίνδυνος λοίμωξης COVID-19 ή νοσηλείας λόγω COVID-19 κατόπιν του εμβολιασμού σε ασθενείς με καρκίνο.
Τι έδειξε η έρευνα
Στη μελέτη συμπεριλήφθηκαν ενήλικες με διάγνωση κακοήθειας, οι οποίοι είχαν ολοκληρώσει το αρχικό εμβολιαστικό σχήμα έναντι του SARS-CoV-2. Η ανάλυση διήρκησε από την 1η Σεπτεμβρίου 2021 έως και τις 4 Μαρτίου 2022, περίοδος κατά την οποία διεξήχθη ο εμβολιασμός με την πρώτη αναμνηστική δόση στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Στην αξιολόγηση συμπεριελήφθησαν 4.249 αποτελέσματα αντισωμάτων από 3.555 ασθενείς με ενεργή κακοήθεια και 294.230 αποτελέσματα από 225.272 άτομα χωρίς κακοήθεια.
Η συνολική κοορτή συμπεριέλαβε 228.827 άτομα (ασθενείς με κακοήθεια και άτομα χωρίς κακοήθεια) από τους οποίους συγκεντρώθηκαν 298.827 αποτελέσματα αντισωματικής απόκρισης. Η διάμεση ηλικία των συμμετεχόντων ήταν στο ηλικιακό εύρος 40 – 49 έτη, ενώ τα 182.741 (61,2%) τεστ προέρχονταν από γυναίκες και τα 115.737 τεστ από άνδρες.
Επιπλέον, η πλειοψηφία των τεστ (279.721, 93,7%) ελήφθησαν από άτομα της λευκής ή λευκής-βρετανικής φυλής.
Οι ασθενείς με ενεργή κακοήθεια είχαν περισσότερες πιθανότητες να έχουν μη ανιχνεύσιμες απαντήσεις αντισωμάτων έναντι της πρωτεΐνης S του SARS-CoV-2 συγκριτικά με όσους δεν είχαν ενεργή κακοήθεια (199/4.249 [4,68%] έναντι 376/294230 [0,13%], P0.001). Οι ασθενείς με λευχαιμία ή λέμφωμα είχαν τους χαμηλότερους τίτλους αντισωμάτων.
Επιπλέον, μεταξύ των ασθενών με κακοήθεια, όσοι δεν είχαν ανιχνεύσιμη αντισωματική απόκριση μετά τον εμβολιασμό βρίσκονταν σε πολύ μεγαλύτερο κίνδυνο για μετέπειτα λοίμωξη από SARS-CoV-2 (λόγος πιθανοτήτων 3,05, 95% όρια αξιοπιστίας 1,96 - 4,72, P0.001), καθώς και νοσηλεία λόγω λοίμωξης COVID-19 (λόγος πιθανοτήτων 6,48, 95% όρια αξιοπιστίας 3,31 - 12,67, P0.001) σε σύγκριση με όσους ασθενείς είχαν θετική αντισωματική απόκριση μετά τον εμβολιασμό COVID-19.
Συμπερασματικά, η συγκεκριμένη μελέτη δείχνει ότι ο έλεγχος των αντισωμάτων COV-S μετά τον εμβολιασμό μπορεί να βοηθήσει στην ταυτοποίηση ασθενών με ενεργή κακοήθεια και υψηλό κίνδυνο για COVID-19 και σοβαρή νόσο.
Η πρόληψη της μετάδοσης του SARS-CoV-2 στους ανοσοκατεσταλμένους ασθενείς πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα ώστε να διασφαλιστεί η απρόσκοπτη χορήγηση της αντι-καρκινικής θεραπείας και η ποιότητα ζωής των ασθενών.