Συναντήσαμε τον Άγγελο Πεφάνη, Παθολόγο Λοιμωξιολόγο και Διευθυντή της Κλινικής Παθολογίας Λοιμώξεων του Σωτηρία, στους χώρους του προσωπικού της κλινικής. Σταθήκαμε να συνομιλήσουμε σε ένα γραφείο το οποίο είχε μετατραπεί σε χώρο για να ξεκουράζονται οι γιατροί, με 2 ράντζα στρυμωγμένα στο μικρό χώρο. Ήταν εμφανές πως η μέρα ήταν καλή, άλλωστε η κλινική είχε δώσει εξιτήριο στον πρώτο ασθενή της, το 43χρονο ο οποίος είχε νοσηλευτεί διασωληνωμένος σε ΜΕΘ του «Σωτηρία». Αυτές οι μέρες είναι όλο και πιο συχνές πλέον.
Το νοσοκομείο έχει νοσηλεύσει περισσότερα από 235 περιστατικά Covid-19, με το πρώτο ασθενή να εισέρχεται την 1η Μαρτίου. Περισσότερα από 100 άτομα έχουν λάβει εξιτήριο, μεταξύ αυτών και ο 43χρονος άνδρας που έφυγε για το σπίτι του, ένα μήνα μετά την είσοδο του στο Νοσοκομείου. Όπως μας ανέφερε ο κ. Πεφάνης, το νοσοκομείο έφθασε σε ένα σημείο που ήταν υπερπλήρες και στις 9 κλινικές που νοσηλεύει περιστατικά Covid-19, αλλά έως και τις 16 Απριλίου συνέχισαν να νοσηλεύονται 86 άτομα.
«Υπάρχουν δυο περίοδοι λειτουργίας του νοσοκομείου ως νοσοκομείο Covid-19. Η πρώτη, η οποία ήταν και η πιο τραγική, ήταν ο πρώτος μήνας που το νοσοκομείο συνέχιζε να λειτουργεί ως νοσοκομείο εφημερίας και ταυτόχρονα να δέχεται όλους τους ύποπτους ασθενείς, όπου ήταν ίσως η χειρότερη περίοδος που έχω περάσει στα 40 χρόνια της θητείας μου ως γιατρός. Στη συνέχεια έγινε μόνο για τεκμηριωμένα περιστατικά Covid, για τη νοσηλεία τους που ήταν πιο απλό σχετικά. Όσο μπορεί να πει κανείς «απλό». Πλέον υπάρχει μια μείωση της ροής των ασθενών. Ενδεικτικά, δηλαδή, μια εβδομάδα πριν είχαμε 125 ασθενείς, τώρα έχουμε 86 και γενικά δε γίνονται τόσες πολλές εισαγωγές όσο γινόντουσαν το προηγούμενο διάστημα», ανέφερε ο κ. Πεφάνης.
Στο Σωτηρία έχουν καταλήξει 18 άτομα (15 έως τη Μ. Πέμπτη, ενώ σύμφωνα με πληροφορίες άλλοι τρεις ασθενείς που κατέληξαν από τη Μ. Παρασκευή έως και σήμερα Δευτέρα του Πάσχα νοσηλεύονταν στο Σωτηρία).
Ειδικότερα, κατά τις πρώτες ημέρες διαχείρισης της πανδημίας, που ήταν και οι πιο δύσκολες, ταυτόχρονα με τους πολύ βαριά ασθενείς φτάνανε στα τμήματα επειγόντων περιστατικών άνθρωποι περιπατητικοί, οι οποίοι ήθελαν να κάνουν τεστ για τον κορονοϊό με ένα ελάχιστο σύμπτωμα.
«Αυτό δημιουργούσε τρομερή δυσλειτουργία στο νοσοκομείο, φόβο ότι μπορεί ένας να κολλήσει κάποιον που δεν έχει το νόσημα και η διαχείριση αυτής της κατάστασης ήταν πραγματικά πάρα πολύ δύσκολη. Αυτό που κατορθώσαμε ήταν βασικά να μην κολλήσει κανένας από το προσωπικό και πιστεύουμε ούτε από τους ανθρώπους που ήρθαν εδώ ως ασθενείς με αυτήν την ανάμειξη των περιστατικών που υπήρχε», ανέφερε ο κ. Πεφάνης.
«Τα δυσάρεστα περιστατικά ήταν, βεβαία, οι ασθενείς, οι οποίοι μέσα σε λίγες ώρες ερχόντουσαν εδώ και σε λίγες ώρες χρειαζόντουσαν να διασωληνωθούν γιατί ήταν σε πολύ βαριά κατάσταση», αναφέρει ο Καθηγητής. Στον αντίποδα, ως το πιο ευχάριστο γεγονός και για τον κ. Πεφάνη ήταν όταν έλαβε εξιτήριο για να πάει σπίτι του ο πρώτος βαριά ασθενής, ο 43χρονος δηλαδή που είχε διασωληνωθεί.
Οι κρίσιμες στιγμές
Περιγράφοντας τις στιγμές που ένας γιατρός βρίσκεται πάνω από έναν ασθενή σε σοβαρή κατάσταση ο κ. Πεφάνης εξηγεί πως οι πιο εξοικειωμένοι γιατροί κάνουν κινήσεις οι οποίες λίγο πολύ είναι αυτόματες. «Υπάρχουν όμως πάντα σκέψεις. Πάντα πρέπει να σκεφτείς τι είναι αυτό που βλέπεις μπροστά σου εκείνη τη στιγμή, να προσπαθήσεις να σκεφτείς τι μπορεί να προκαλεί αυτό που εκδηλώνει ο ασθενής. Γιατί δεν είναι ένα πράγμα μόνο που μπορεί να προκαλέσει δύσπνοια σε έναν ασθενή, για παράδειγμα, υπάρχουν πάρα πολλά. Πάντα υπάρχει σκέψη, λοιπόν, αλλά πολλές φορές οι κινήσεις γίνονται αυτόματα, λόγω της εμπειρίας», μας εξηγεί.
Όταν ένας ασθενής καταφέρνει να ξεφύγει από τον κίνδυνο, υπάρχουν συναισθήματα ανακούφισης, ικανοποίησης για όσα έχεις κάνει, μας αναφέρει. Βέβαια, «υπάρχουν στιγμές που απογοητεύεσαι γιατί προσπάθησες πάρα πολύ για κάποιον, αλλά τελικά δεν τα κατάφερε. Αλλά αυτό υπάρχει κάπου μέσα στο γιατρός πάντα νομίζω, οι κλινικοί γιατροί τουλάχιστον, αυτοί που είναι και στην πρώτη γραμμή», προσέθεσε.
Για τον κ. Πεφάνη, το μεγάλο εμπόδιο ήταν «το διαδικαστικο», όπως το χαρακτήρισε. «Η νόσος, παρότι είναι καινούρια νόσος και μας εκπλήσσει με τα χαρακτηριστικά της, δεν αποτέλεσε το βασικότερο θέμα, γιατί το Νοσοκομείο έχει εμπειρία με αναπνευστικά προβλήματα. Το πρόβλημα ήταν το διαδικαστικό θέμα. Πως θα ξεχωρίσεις τους ύποπτους από τους τεκμηριωμένους ασθενείς ή από τους άλλους ασθενείς που νοσηλευόντουσαν ήδη στο νοσοκομείο όταν ξεκίνησε όλη αυτή η επιδημία. Αλλά και να διαχειριστείς τα υλικά, τα οποία δεν υπάρχουν σε αφθονία, αλλά και το προσωπικό. Το νοσοκομείο αυτό ξεκίνησε την πανδημία έχοντας -40% του προσωπικού του (βάσει αυτού που προβλέπεται από τον Οργανισμό του) και έναν ελάχιστο αριθμό ειδικευομένων γιατρών που είναι ο βασικός πυρήνας γιατρών του νοσοκομείου. Ενδεικτικά από 113 θέσεις ειδικευομένων πνευμονολογίας είχε μόνο 32», μας ανέφερε.
Υπήρξε, λοιπόν, κέρδος για το νοσοκομείο; Για τον κ. Πεφάνη αφενός είναι η εμπειρία αντιμετώπισης της νόσου. Παράλληλα, όμως, έχουν γίνει πάρα πολλές δωρεές στο νοσοκομείο, έχει έρθει προσωπικό. Χρειάζεται, όμως, περαιτέρω ενίσχυση σε προσωπικό, ιδίως σε ιατρικό, γιατί κατά τον Καθηγητή δεν έχει λυθεί το πρόβλημα του νοσοκομείου. «Δηλαδή, και να τελειώσει η επιδημία το νοσοκομείο πάλι θα έχει πρόβλημα στελέχωσης δυναμικού, λόγω της απροθυμίας των νέων ιατρών να κάνουν ειδικότητα, πνευμονολογίας, όπως εξήγησε.