Η επιστημονική ομάδα, με επικεφαλής ερευνητές του University College London, σε συνεργασία με εμπειρογνώμονες του Πανεπιστημίου του Cambridge και του Imperial College του Λονδίνου, διερεύνησε τη σχέση μεταξύ του βαθμού επεξεργασίας των τροφίμων και του κινδύνου εμφάνισης διαβήτη τύπου 2 σε 311.892 άτομα από οκτώ ευρωπαϊκές χώρες, τους οποίους παρακολούθησε για 11 χρόνια κατά μέσο όρο.
Όπως αναφέρεται στη μελέτη, κάθε 10% αύξηση της ποσότητας των πολύ επεξεργασμένων τροφίμων στη διατροφή ενός ατόμου συνδέεται με αύξηση κατά 17% του κινδύνου διαβήτη τύπου 2. Τα φαγώσιμα που συνδέονταν με υψηλότερο κίνδυνο ήταν τα αλμυρά σνακ, τα προϊόντα ζωικής προέλευσης, όπως επεξεργασμένα κρέατα, τα έτοιμα γεύματα και τα ζαχαρούχα ποτά. Αντίθετα, άλλα υπερεπεξεργασμένα τρόφιμα, όπως ψωμιά, μπισκότα, δημητριακά πρωινού, γλυκά και επιδόρπια, καθώς και οι εναλλακτικές λύσεις φυτικής προέλευσης συσχετίστηκαν με χαμηλότερη συχνότητα εμφάνισης διαβήτη τύπου 2.
Ο κίνδυνος της εμφάνισης διαβήτη τύπου 2 μπορεί να μειωθεί με την κατανάλωση λιγότερο επεξεργασμένων τροφίμων, σύμφωνα με τους ερευνητές. Συγκεκριμένα, η αντικατάσταση στη διατροφή του 10% των υπερεπεξεργασμένων τροφίμων με 10% μη επεξεργασμένων/ελάχιστα επεξεργασμένων τροφίμων (όπως αυγά, γάλα, φρούτα) και τροφίμων με επεξεργασμένα μαγειρικά συστατικά (αλάτι, βούτυρο, λάδι) μείωσε τον κίνδυνο διαβήτη τύπου 2 κατά 14%. Επίσης, η αντικατάσταση του 10% των υπερεπεξεργασμένων τροφίμων με 10% επεξεργασμένων τροφίμων (όπως αλατισμένοι ξηροί καρποί, χειροποίητα ψωμιά, κονσέρβες ψαριών, τυρί, μπύρα) μείωσε τον κίνδυνο κατά 18%.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ