Η μελέτη βρίσκεται ήδη στην τρίτη φάση, και αφορά ασθενείς με καρκίνο του παχέος εντέρου, στους οποίους έχει ήδη προηγηθεί χειρουργική επέμβαση. Το τεστ ανιχνεύει μοριακά υπολείμματα του DNA που αποβάλλονται από τα κύτταρα του όγκου στην κυκλοφορία του αίματος.
Σε περίπτωση που δεν ανιχνευθεί υπόλειμμα DNA, η θεραπεία του ασθενούς μπορεί να μπει σε φάση αποκλιμάκωσης, λένε οι επιστήμονες.
Δηλαδή, ο ασθενής μπορεί να λάβει χημειοθεραπευτικό σχήμα σε μορφή χαπιού με πολύ λιγότερες παρενέργειες απο την συμβατική χημειοθεραπεία, ή και να μην λάβει καθόλου χημειοθεραπεία.
«Κατά τη διάρκεια της θεραπείας, ένιωθα πολύ καλά»
Ο 52χρονος κομμωτης Ben Cooke, κάτοικος Λονδίνου, παντρεμένος με 2 παιδια, διαγνώστηκε με καρκίνο του παχέος εντέρου τον Σεπτέμβριο του 2022.
Αμέσως μετά την χειρουργική επέμβαση αφαίρεσης μέρους του εντέρου του, συμμετείχε στην συγκεκριμένη μελέτη.
Τα αποτελεσματα της αιματολογικής εξέτασης για ύπαρξη υπολειμματικού DNA του όγκου, ήταν αρνητικά. Έτσι ο 52χρονος, ξεκίνησε μια τρίμηνη θεραπεία με χημειοθεραπευτικά χάπια, την οποία μπορούσε να ακολουθήσει στο σπίτι. Η θεραπεία αυτή ολοκληρώθηκε μόλις πριν έναν μήνα.
«Από τότε που ξεκίνησα τη θεραπεία, αισθάνομαι απολύτως καλά και δεν χρειάστηκε να πάρω ούτε μια μέρα άδεια από τη δουλειά», δήλωσε ο 52χρονος Βρεττανός.
Η χημειοθεραπεία ως μέσο μείωσης μελλοντικής υποτροπής
Αυτή τη στιγμή, σε πολλούς ασθενείς υψηλού κινδύνου που έχουν διαγνωστεί με καρκίνο του παχέος εντέρου δευτέρου και τρίτου σταδίου, η χημειοθεραπεία μετά απο χειρουργική επέμβαση θεωρείται σχεδόν μονόδρομος προκειμένου να βοηθήσει στην μείωση του κινδύνου υποτροπής.
Η χημειοθεραπεία έχει ως στόχο, την εξόντωση καρκινικών κυττάρων που πιθανώς έχουν διασπαρεί μετά την επέμβαση. Εάν αυτά δεν εξαλειφθούν, μπορεί να οδηγήσουν στην επανεμφάνιση του καρκίνου, συχνά εντός της διετίας. Εάν αφεθούν χωρίς θεραπεία, αυτά τα καρκινικά κύτταρα μπορούν να προκαλέσουν την επανεμφάνιση του καρκίνου, πιο συχνά μέσα στα πρώτα δύο χρόνια μετά την επέμβαση.
Υπολογίζεται ότι περίπου στο 50% αυτών των ασθενών η χειρουργική επέμβαση είναι αρκούντως αποτελεσματική για αντιμετώπιση της νόσου, ωστόσο πολλοί θα αναγκαστούν να υποβληθούν σε περαιτέρω χημειοθεραπευτική θεραπεία, με επιπτώσεις στην ποιότητα ζωής τους, καθώς είναι δύσκολο για τους θεράποντες γιατρούς να αποφασίσουν με ασφάλεια ποιοι ασθενείς είναι πιθανότερο να ωφεληθούν και ποιοι όχι.
Προσπαθώντας να προβλέψουν την πορεία του καρκίνου
Η συγκεκριμένη μελέτη, χρησιμοποιεί το τεστ αίματος Guardant Reveal για την ανίχνευση καρκινικών κυττάρων, με στόχο να χρησιμοποιήσουν τα ευρήματα ως οδηγό στη απόφαση για χημειοθεραπεία.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, οι ασθενείς με αρνητικό τεστ ct-DNA είναι λιγότερο πιθανό να δουν τον καρκίνο να επιστρέφει εντός δύο ετών, σε σύγκριση με τους ασθενείς που είχαν στην ίδια εξέταση θετικά αποτελέσματα.
Ο καθηγητής David Cunningham, Διευθυντής Κλινικής Έρευνας στο The Royal Marsden NHS Foundation Trust και επικεφαλής ερευνητής για τη μελέτη TRACC Part C, δήλωσε:
«Οι ασθενείς με καρκίνο του παχέος εντέρου υψηλού κινδύνου μπορούν να επωφεληθούν από τη χημειοθεραπεία μετά τη χειρουργική επέμβαση, αλλά κάποιοι δεν θα υποτροπιάσουν ποτέ, ακόμη και χωρίς χημειοθεραπεία. Αυτή η κλινική δοκιμή έχει σχεδιαστεί για να χρησιμοποιήσει μια εξέταση αίματος ώστε να εντοπίσει την ομάδα ασθενών που χρειάζονται χημειοθεραπεία και αυτούς που θα παραμείνουν χωρίς καρκίνο ακόμα και μόνο με την χειρουργική επέμβαση.
Τα αποτελέσματα αυτής της δοκιμής θα μπορούσαν να μας βοηθήσουν να προσαρμόσουμε τις θεραπευτικές αποφάσεις προς όφελος των ασθενών και να μειώσουμε τις παρενέργειες της χημειοθεραπείας, κάτι που θα επιτρέψει στους ασθενείς να έχουν καλύτερη ποιότητα ζωής. Υπάρχει επίσης δυνατότητα πραγματοποίησης σημαντικής εξοικονόμησης κόστους για το Σύστημα Υγείας».
Πηγή:
https://www.royalmarsden.nhs.uk/news-and-events/news/blood-test-could-prevent-unnecessary-chemotherapy-colorectal-cancer-patients