Στην ανάγκη εκπαίδευσης του ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού για τη στελέχωση των Μονάδων Εντατικής Θεραπείας αναφέρθηκε η Αναστασία Κοτανίδου, Καθηγήτρια Πνευμονολογίας & Εντατικής Θεραπείας, ΕΚΠΑ, τονίζοντας πως στόχος είναι να εκπαιδεύσουμε 7.000 άτομα στα επόμενα 5 χρόνια για να έχουμε ένα back up στο έργο που γίνεται στις ΜΕΘ. «Πρέπει να μπορούμε να αναγνωρίζουμε ποιος ασθενείς θα επωφεληθεί περισσότερο από την εισαγωγή στη ΜΕΘ ή τη διασωλήνωση», συμπλήρωσε.
Περιγράφοντας τα βήματα τα οποία πρέπει να ακολουθήσουν, η κα Κοτανίδου πρόσθεσε τη σημασία αποσυμφόρησης των ΜΕΘ από τα περιστατικά που χρονίζουν, όπως για παράδειγμα περιπτώσεις ασθενών που έχουν ξεπεράσει τα οξεία προβλήματα, αλλά αντιμετωπίζουν μυική αδυναμία. «Χρειάζεται ανάπτυξη κρεβατιών για τις πιο χρόνιες παθήσεις και σε αυτόν τον τομέα θα είναι χρήσιμη η συνέχιση της συνεργασίας ιδιωτικού και δημόσιου τομέα», σημείωσε, εξηγώντας πως πριν την πανδημία τέτοιες ιδιωτικές κλίνες ήταν ελάχιστες.
Ο Θεοκλής Ζαούτης, Πρόεδρος ΔΣ ΕΟΔΥ, Καθηγητής Παιδιατρικής και Επιδημιολογίας Perelman School of Medicine, ΗΠΑ, υπογράμμισε πως είναι πολύ σημαντικό να σκεφτόμαστε το σύνδρομο Long Covid και το πώς θα προσφέρουμε υγειονομική περίθαλψη σε αυτά τα άτομα. «Στα παιδιά φτάνει το 10% και στους ενήλικες μπορεί να φτάσει το 40 με 50%, ανάλογα με τη βαρύτητα των συμπτωμάτων», πρόσθεσε. Εκτίμησε, δε, ότι την επόμενη ημέρα θα πρέπει να εστιάσουμε στην πρόληψη των χρονλίων νοσημάτων, που άλλωστε κινδυνεύουν περισσότερο από COVID.
Η ενισχυτική δόση κρατάει νοσούντες εκτός νοσοκομείων
Η κα Κοτανίδου ανέδειξε ιδιαιτέρως τη σημασία της χορήγησης ενισχυτικής δόσης εμβολιασμού. «Αυτή τη στιγμή δεν υπάρχουν άτομα που να νοσηλεύονται και να έχουν κάνει την 3η δόση», τόνισε η κα Κοτανίδου. Όπως διευκρίνισε στο περιθώριο του συνεδρίου, υπήρξαν ελάχιστοι ασθενείς που πέρασαν που εισήχθησαν έχοντας κάνει και τη συμπληρωματική δόση, αλλά ήταν περιπτώσεις που νόσησαν πολύ κοντά στον ενισχυτικό εμβολιασμό.
Κρίσιμο χαρακτήρισε τον εμβολιασμό με 3η δόση των ατόμων άνω των 60 ετών και ο Γενικός Γραμματέας Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, Μάριος Θεμιστοκλέους.
Όπως τόνισε η επιχείρηση «Ελευθερία» είναι το σημαντικότερο βήμα για την πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας, «το καλύτερο παράδειγμα του επιτελικού κράτους», όπως είπε χαρακτηριστικά. Ερωτηθείς για τις αιτίες της χαμηλότερης εμβολιαστικής κάλυψης σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ο κ. Θεμιστοκλέους τόνισε πως είναι πολλές, κοινωνικές, πολιτικές και πολιτιστικές, ενώ υπογράμμισε πως δεν υπάρχουν μαγικά ραβδιά. Επιπλέον, σε ό,τι αφορά την τρίτη δόση ο Γ.Γ. του Υπ. Υγείας ανέφερε πως το ECDC προτείνει τους έξι μήνες. «Αν αλλάξουν τα δεδομένα, θα αλλάξουμε κι εμείς» Ο ίδιος τόνισε πως είναι ενθαρρυντικά τα αποτελέσματα της τρίτης δόσης του εμβολίου και η αποτελεσματικότητα φτάνει το 90% σε σοβαρή νόσο και μετάδοση του ιού.
Το κλειδί των συνεργιών και η σύμπραξη δημόσιου και ιδιωτικού τομέα
Ο Γενικός Γραμματέας Υπηρεσιών Υγείας του Υπουργείου Υγείας, Ιωάννης Κωτσιόπουλος, αναφέρθηκε στη σύμπραξη ιδιωτικού και δημόσιου τομέα, σημειώνοντας πως υπήρχαν συγκεκριμένα πετυχημένα παραδείγματα συνεργασίας. «Η εμπειρία της πανδημίας ήταν σημαντική όσον αφορά στον ψηφιακό μετασχηματισμό και αποδείξαμε ότι μπορούμε να το πετύχουμε σε λίγους μήνες».
Παράλληλα, αναφερόμενος στο υγειονομικό προσωπικό, ο κ. Κωτσιόπουλος ανέφερε ότι «πρέπει να γίνουν ανακατανομές προσωπικού, να παίρνουν τις άδειες τους οι υγειονομικοί και κυρίως να ελέγξουμε με τον εμβολιασμό την πανδημία για να ξεκουράσουμε το προσωπικό των νοσοκομείων που έχουν δώσει τα πάντα».
«Η υγεία είναι πλούτος», υπογράμμισε η Susanne Kohout, Πρόεδρος και Διευθύνουσα Σύμβουλος, Novartis Hellas. Σημείωσε, παράλληλα, πως η πανδημία που χτύπησε τον πλανήτη «έδειξε το υπάρχον πρόβλημα στα συστήματα υγείας, αλλά έδειξε και το γεγονός ότι υπάρχουν σημαντικά σημεία επαφής ιδιωτικού και δημόσιου τομέα».
Στο πλαίσιο αυτό, σύμφωνα με την κ. Kohout, η πανδημία έδειξε ότι «οι προκλήσεις ήταν εξαιρετικά περίπλοκες και στο μέλλον πρέπει να δουλεύουμε συνεργατικά μεταξύ μας. Τώρα υπάρχει συνεργασία μεταξύ των φαρμακευτικών βιομηχανιών, κάτι που πριν από λίγα χρόνια θεωρείτο ανήκουστο».