H ανάμιξη δόσεων από διαφορετικά εμβόλια Covid-19, δηλαδή από άλλο εμβόλιο η πρώτη δόση και από άλλο η δεύτερη, παρέχει καλή προστασία έναντι του κορονοϊού, σύμφωνα με τα στοιχεία της βρετανικής μελέτης Com-Cov, της πρώτης στον κόσμο που διερευνά την αποτελεσματικότητα των συνδυασμών διαφορετικών εμβολίων.
Η μελέτη εξέτασε εναλλακτικά τη χορήγηση δύο δόσεων Pfizer/BioNTech, δύο AstraZeneca ή έναν συνδυασμό τους (πρώτα το ένα και μετά το άλλο ή αντίστροφα). Όλοι οι συνδυασμοί «δούλεψαν» καλά, σύμφωνα με το BBC και το Guardian πράγμα που παρέχει ευελιξία στις αρμόδιες υγειονομικές Αρχές, όσον αφορά στα εμβολιαστικά προγράμματά τους, αναφέρει το ΑΠΕ - ΜΠΕ.
Το παράδειγμα της Ισπανίας και της Γερμανίας
Μεταξύ άλλων, η μελέτη δείχνει ότι όσοι έχουν κάνει δύο δόσεις AstraZeneca, μπορεί να έχουν ακόμη πιο ισχυρή ανοσολογική απόκριση, αν κάνουν μια τρίτη ενισχυτική δόση από άλλο εμβόλιο το φθινόπωρο, εφόσον κάτι τέτοιο κριθεί αναγκαίο. Μερικές χώρες έχουν ήδη προχωρήσει σε ανάμιξη εμβολίων: Η Ισπανία και η Γερμανία χορηγούν εμβόλια mRNA (Pfizer ή Moderna) ως δεύτερη δόση σε νεότερους ανθρώπους που έχουν κάνει την πρώτη δόση με AstraZeneca.
Μεταξύ άλλων, η μελέτη δείχνει ότι όσοι έχουν κάνει δύο δόσεις AstraZeneca, μπορεί να έχουν ακόμη πιο ισχυρή ανοσολογική απόκριση, αν κάνουν μια τρίτη ενισχυτική δόση από άλλο εμβόλιο το φθινόπωρο, εφόσον κάτι τέτοιο κριθεί αναγκαίο. Μερικές χώρες έχουν ήδη προχωρήσει σε ανάμιξη εμβολίων: Η Ισπανία και η Γερμανία χορηγούν εμβόλια mRNA (Pfizer ή Moderna) ως δεύτερη δόση σε νεότερους ανθρώπους που έχουν κάνει την πρώτη δόση με AstraZeneca.
Η μελέτη Com-Cov του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, με επικεφαλής τον καθηγητή Μάθιου Σνέιπ, η οποία έγινε σε 850 εθελοντές άνω των 50 ετών (με χρονική απόσταση τεσσάρων εβδομάδων ανάμεσα στις δύο δόσεις), βρήκε ότι ο συνδυασμός πρώτη δόση AstraZeneca -δεύτερη δόση Pfizer παράγει περισσότερα αντισώματα και Τ-λεμφοκύτταρα από ό,τι ο αντίστροφος συνδυασμός, δηλαδή πρώτη δόση Pfizer-δεύτερη AstraZeneca. Και οι δύο αυτοί συνδυασμοί παράγουν περισσότερα αντισώματα από ό,τι οι δύο δόσεις AstraZeneca.
Το σχήμα πρώτα Pfizer-μετά AstraZeneca παράγει σχεδόν επτά φορές χαμηλότερα αντισώματα σε σχέση με δύο δόσεις Pfizer, αλλά πέντε φορές περισσότερα σε σχέση με τα αντισώματα μετά από δύο δόσεις AstraZeneca. Συνοπτικά, οποιοσδήποτε συνδυασμός Pfizer/Pfizer ή AstraZeneca /Pfizer ή Pfizer/ AstraZeneca παράγει ισχυρότερη απόκριση σε επίπεδο αντισωμάτων και ανοσοκυττάρων, σε σχέση με τον συνδυασμό AstraZeneca / AstraZeneca. Τα περισσότερα αντισώματα παράγονται μετά από δύο δόσεις Pfizer, ενώ η ισχυρότερη κυτταρική ανοσία από τον συνδυασμό πρώτη δόση AstraZeneca -δεύτερη Pfizer. Το σχήμα πρώτα AstraZeneca -μετά Pfizer είναι σχεδόν το ίδιο αποτελεσματικό όσο οι δύο δόσεις Pfizer.
Μία άλλη μελέτη δείχνει ότι μία τρίτη δόση AstraZeneca, εάν δοθεί έξι μήνες μετά τη δεύτερη, ενισχύει το ανοσοποιητικό σύστημα. Όμως, οι ειδικοί θεωρούν ακόμη πρόωρο να γνωρίζουν εάν οι άνθρωποι όντως θα χρειαστούν έξτρα δόση φέτος το φθινόπωρο, καθώς είναι ακόμη ασαφές πόσο εξασθενεί η εμβολιαστική ανοσία με το πέρασμα του χρόνου.
Ο καθηγητής Πολ Χάντερ του Πανεπιστημίου της Ανατολικής Αγγλίας δήλωσε ότι «το μεγάλο ερώτημα αυτήν τη στιγμή είναι εάν θα χορηγηθούν ενισχυτικές δόσεις το φθινόπωρο. Με βάση τα έως τώρα στοιχεία, υποπτεύομαι ότι αυτό είναι πιθανό για όσους κινδυνεύουν περισσότερο από τον κορονοϊό, είτε λόγω ηλικίας είτε επειδή είναι κλινικά ευπαθείς».
Ποιοι δεν χρειάζονται τρίτη ενισχυτική δόση;
Ο ίδιος πρότεινε ότι όσοι έχουν κάνει δύο δόσεις του AstraZeneca, θα μπορούσαν να κάνουν Pfizer ως ενισχυτική δόση το φθινόπωρο, αντί να συνεχίσουν με AstraZeneca, ενώ όσοι έχουν κάνει δύο δόσεις Pfizer, πιθανώς δεν θα χρειαστούν ενισχυτική φθινοπωρινή δόση, με βάση τα ευρήματα της μελέτης Com-CoV.
Υπενθυμίζεται, πάντως, ότι δύο δόσεις AstraZeneca έχει αποδειχθεί πως μειώνουν την πιθανότητα σοβαρής Covid-19 και νοσηλείας πάνω από 90%, συνεπώς και το εμβόλιο AstraZeneca είναι πολύ αποτελεσματικό. Απλώς είναι πιο «αργό», καθώς «χτίζει» ανοσία στον οργανισμό με πιο αργό ρυθμό. Πάντως, εάν χρειαστεί τρίτη δόση, φαίνεται πως μία ενίσχυση με mRNA εμβόλιο θα παρέχει ακόμη καλύτερη προστασία.
Από την άλλη πλευρά, σύμφωνα με τους ερευνητές, η ανάμιξη εμβολίων φαίνεται να παράγει περισσότερες βραχυπρόθεσμες και ήπιες παρενέργειες, όπως κρυάδες, πονοκέφαλο και μυϊκούς πόνους.
Τα νέα δεδομένα της μελέτης με τη ματιά του ΕΚΠΑ
Μέχρι σήμερα δεν υπάρχουν διαθέσιμα δεδομένα για τον ετερόλογο εμβολιασμό έναντι του SARS-CoV-2 σε ανθρώπους αναφέρουν οι καθηγητές του ΕΚΠΑ στη σύνοψή τους. Ωστόσο, στο συμπερασμά τους αναφέρουν ότι η ανοσία που προκαλείται μέσω ανάμιξης είναι όντως αποτελεσματική.
Τα δεδομένα της πρόσφατα δημοσιευμένης κλινικής μελέτης CombiVacS που δημοσιεύτηκε στο έγκριτο επιστημονικό περιοδικό The Lancet (ΑΜ Borobia και συνεργάτες Immunogenicity and reactogenicity of BNT162b2 booster in ChAdOx1-S-primed participants (CombiVacS): a multicentre, open-label, randomised, controlled, phase 2 trial DOI:https://doi.org/10.1016/S0140-6736(21)01420-3) όπως τα συνοψίζουν οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Θεοδώρα Ψαλτοπούλου, Γιάννης Ντάνασης, Πάνος Μαλανδράκης και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ).
Όπως αναφέρουν, στην κλινική μελέτη φάσης 2 συμμετείχαν ενήλικες 18 έως 60 ετών, χωρίς ιστορικό λοίμωξης COVID-19, οι οποίοι είχαν λάβει μία δόση του εμβολίου ChAdOx1-S (AstraZeneca/Oxford University) 8 εώς 12 εβδομάδες πριν την ένταξή τους στη μελέτη. Οι συμμετέχοντες τυχαιοποιήθηκαν με αναλογία 2 προς 1 να λάβουν είτε 2η δόση του εμβολίου BNT162b2 είτε να συνεχίσουν την παρακολούθηση. Το πρωτεύον καταληκτικό σημείο ήταν η ανοσογονικότητα 14 ημέρες μετά τον 2ο εμβολιασμό, ενώ το καταληκτικό σημείο σχετικά με την ασφάλεια αφορούσε τις τοπικές και συστηματικές αντιδράσεις 7 ημέρες μετά τον εμβολιασμό.
Μεταξύ 24 και 30 Απριλίου 2021, 676 άτομα σε 5 πανεπιστημιακά νοσοκομεία στην Ισπανία εντάχθηκαν στη μελέτη. Οι 450 συμμετέχοντες τυχαιοποιήθηκαν να λάβουν το BNT162b2 και οι 226 εντάχθηκαν στην ομάδα ελέγχου. Η μέση ηλικία των συμμετεχόντων ήταν 44 έτη, ενώ το 57% ήταν γυναίκες. Μεταξύ των συμμετεχόντων που έλαβαν αναμνηστική δόση με το BNT162b2, ο μέσος γεωμετρικός τίτλος των RBD αντισωμάτων αυξήθηκε από το 71,46 BAU/mL κατά την ένταξη στη μελέτη στο 7756,68 BAU/mL την 14η ημέρα μετά το εμβόλιο. Τα αντισώματα IgG έναντι της τριμερούς πρωτεϊνικής ακίδας αυξήθηκαν από 98,4 BAU/mL στο 3684,87 BAU/mL.
Η παρατηρούμενη αύξηση σε όλες τις υποκατηγορίες αντισωμάτων έναντι του SARS-CoV-2 που αναλύθηκαν ήταν μεγαλύτερη από τις αντίστοιχες τιμές αντισωμάτων στους συμμετέχοντες που δεν έλαβαν αναμνηστική δόση εμβολίου. Οι ανεπιθύμητες ενέργειες της αναμνηστικής δόσης του εμβολίου ήταν κυρίως ήπιες (68%) έως μέτριες (30%), ενώ οι συχνότερες ήταν πόνος στο σημείο του εμβολιασμού (88%), σκληρία στο σημείο του εμβολιασμού (35%), πονοκέφαλος (44%) και μυαλγία (43%). Δεν αναφέρθηκαν σοβαρές παρενέργειες.
Συμπερασματικά, η αναμνηστική δόση του εμβολίου BNT162b2 σε εμβολιασθέντες με την πρώτη δόση του ChAdOx1-S προκάλεσε ισχυρή ανοσιακή απάντηση με αποδεκτό προφίλ ασφαλείας.
«Κρας τεστ» εμβολίων: Σύγκριση απολεσματικότητας σε Άλφα και Δέλτα μετάλλαξη
Επίσης, οι Καθηγητές της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Γκίκας Μαγιορκίνης και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ) συνοψίζουν και τα δεδομένα της 17ης τεχνικής ανάλυσης (technical briefing) των μεταλλαγμένων στελεχών του Δημόσιου Οργανισμού Υγείας της Αγγλίας (Public Health England) που περιέχει και τα πιο πρόσφατα δεδομένα σχετικά με την επιδημιολογική δυναμική του Δέλτα στελέχους,
Όσον αφορά την διεισδυτικότητα του Δέλτα σε σχέση με το Άλφα, οι πρόσφατες εκτιμήσεις με βάσει το ρυθμό δευτερογενούς διείσδυσης (secondary attack rate) εκτιμώνται σε 35% υψηλότερη διεισδυτικότητα της Δέλτα έναντι της Άλφα. Πιο συγκεκριμένα η Άλφα από το 15% μεσοσταθμικά έχει μειωθεί σε 7.9% μεσοσταθμικά ενώ η Δέλτα κυμαίνεται επί του παρόντος σε 10.7% μεσοσταθμικά. Προς το παρόν δεν υπάρχει ανάλυση που να λαμβάνει υπόψιν τον εμβολιασμό και την ηλικία και συνεπώς η σύγκριση μεταξύ Δέλτα και Άλφα μπορεί να υπόκειται σε επιμέρους διαφορές των κοινωνικών δικτύων στα οποία εξαπλώνονται. Το πλεονέκτημα διείσδυσης της Δέλτα έναντι της Άλφα στις παρούσες συνθήκες, ωστόσο είναι απίθανο να αντιστραφεί ακόμα και όταν ληφθούν υπόψιν οι επιμέρους συγχυτικοί παράγοντες.
Η αποτελεσματικότητα των εμβολίων όσον αφορά τη συμπτωματική νόσο μετά από μία δόση για το στέλεχος Άλφα φαίνεται ότι είναι 49% έναντι 35% για το Δέλτα, ενώ μετά από 2 δόσεις φτάνει το 89% για το Άλφα έναντι 79% για το Δέλτα. Όσον αφορά την αποτελεσματικότητα έναντι της εισαγωγής στο νοσοκομείο για 1 δόση εμβολίου φαίνεται ότι είναι 78% για το Άλφα έναντι 80% για το Δέλτα, ενώ μετά από 2 δόσεις εμβολίου φαίνεται ότι είναι 93% για το Άλφα έναντι 96% για το Δέλτα.
Η ελαφρώς αυξημένη προστασία του εμβολιασμού υπέρ του στελέχους Δέλτα για εισαγωγή στα νοσοκομεία, αν και μη στατιστικά σημαντική, είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντική για την πορεία της πανδημίας και τονίζει την μεγάλη σημασία που έχει η επίσπευση του εμβολιασμού για τον έλεγχο της πίεσης στα νοσοκομεία σε περίπτωση έλευσης ενός μαζικού κύματος Δέλτα.
Η επίδραση του εμβολιασμού αποτυπώνεται χαρακτηριστικά στο εξαιρετικά χαμηλό ρυθμό θανάτων ανά περίπτωση νόσου (case fatality rate) όπως έχει αποτυπωθεί για την Δέλτα από 1 Φεβρουαρίου 2021 μέχρι σήμερα, ο οποίος είναι 0.1% (δηλαδή 1 στα 1000 άτομα με διάγνωση λοίμωξης με στέλεχος Δέλτα κατέληξαν). Να σημειωθεί ότι σε σχέση με το στέλεχος Άλφα στο ίδιο χρονικό διάστημα ο ρυθμός θανάτου από στέλεχος Δέλτα είναι σχεδόν 20 φορές χαμηλότερος (1.9% ρυθμός θανάτου για το στέλεχος Άλφα). Η διαφορά αυτή οφείλεται στο γεγονός ότι ο εμβολιασμός την εποχή που επικρατούσε το στέλεχος Άλφα είχε μικρότερη κάλυψη, ενώ την περίοδο που επικρατεί το στέλεχος Δέλτα το μεγαλύτερο τμήμα του ευάλωτου πληθυσμού έχει ήδη εμβολιασθεί στο Ηνωμένο Βασίλειο.