Η ψωρίαση μπορεί να είναι ήπιας, μέτριας ή σοβαρής μορφής. Η βαρύτητά της δεν καθορίζεται αποκλειστικά και μόνο από την έκταση των ψωριασικών βλαβών στο σώμα (το ποσοστό του σώματος που καλύπτουν οι ψωριασικές βλάβες) αλλά και από τον αντίκτυπο που έχει στην ποιότητα ζωής του ασθενούς.
Η ψωρίαση είναι μια χρόνια φλεγμονώδης δερματοπάθεια που προσβάλλει περίπου το 2% - 3% του παγκόσμιου πληθυσμού. Είναι μια χρόνια, υποτροπιάζουσα νόσος, η οποία εκδηλώνεται με ερυθηματώδεις, στρογγυλές πλάκες με σαφή όρια που μπορεί να συνενώνονται μεταξύ τους και είναι να καλυμμένες με λευκόχροα ή αργυρόχροα λέπια. Οι ψωριασικές πλάκες οφείλονται στον υπερβολικό πολλαπλασιαμό των δερματικών κυττάρων, τα κερατινοκύτταρα. Η συχνότερη κλινική μορφή της νόσου είναι η αποκαλούμενη «κοινή ψωρίαση», ή ψωρίαση κατά πλάκας. Από αυτόν τον τύπο ψωρίασης πάσχει το 85–90% του συνόλου των ασθενών με ψωρίαση.
Ο δείκτης PASI (Psoriasis Area and Severity Index, Δείκτης έκτασης και βαρύτητας της ψωρίασης)
Για την αξιολόγηση της σοβαρότητας της ψωρίασης χρησιμοποιείται ο δείκτης PASI οποίος αξιολογεί και ποσοτικοποιεί την έκταση της προσβεβλημένης από την ψωρίαση επιφάνειας του σώματος και τη σοβαρότητα των βλαβών αξιολογώντας ταυτόχρονα το ερύθημα, τη διήθηση και την απολέπιση ανά ανατομική περιοχή του σώματος. Αποδίδει μια βαθμολογία από 0 (καθόλου ψωρίαση) έως 72 (σοβαρή ψωρίαση).
Η ψωρίαση ήπιας – μέτριας μορφής βαθμολογείται με τον δείκτη PASI μεταξύ 0 και 10 ενώ η ψωρίαση μέτριας – σοβαρής μορφής αφορά βαθμολογίες PASI που υπερβαίνουν το 10. Υπάρχουν περιπτώσεις, όπου η σοβαρότητα της ψωρίασης δεν μετράται με την έκταση κάλυψης των δερματικών βλαβών, αλλά από το σημείο στο οποίο εντοπίζονται οι ψωριασικές βλάβες. Στις περιπτώσεις που η ψωρίαση εμφανίζεται σε πιο «ευαίσθητες» περιοχές, όπως τα χέρια, τα πόδια, το τριχωτό της κεφαλής και τα γεννητικά όργανα ή στις περιπτώσεις στις οποίες επηρεάζεται σημαντικά η ποιότητα ζωής των πασχόντων, η ψωρίαση θεωρείται μέτριας – σοβαρής μορφής. Η επίπτωση στην ποιότητα ζωής των ασθενών με ψωρίαση αξιολογείται από ένα δείκτη αξιολόγησης της επίπτωσης στην ψυχολογική και κοινωνική ζωή τους, τον δείκτη DLQI (Dermatology Life Quality Index).
Η πρόοδος της επιστήμης έχει συμβάλει σημαντικά στην επεξήγηση πολλών μηχανισμών που ενεργοποιούν την ψωρίαση, ακόμα όμως κάποια ερωτήματα παραμένουν αναπάντητα:
- Η ψωρίαση είναι συστηματική νόσος ή νόσος του επιθηλίου;
- Η φλεγμονώδης διεργασία αρχίζει από το δέρμα ή οφείλεται σε ανοσολογικές διαταραχές;
- Τι βαρύτητα έχουν οι γενετικοί παράγοντες έναντι των περιβαλλοντικών στην εκδήλωση της νόσου;
Το μόνο σίγουρο είναι ότι η ψωρίαση οφείλεται σε περισσότερους από έναν παράγοντες.
Επιδημιολογικές μελέτες δείχνουν ότι η επίπτωση της νόσου είναι μεγαλύτερη μεταξύ των συγγενών πρώτου και δεύτερου βαθμού σε σύγκριση με τον γενικό πληθυσμό, ενώ μεταξύ διδύμων ο κίνδυνος εκδήλωσης της νόσου είναι 2-3 φορές μεγαλύτερος.
Σε μελέτες έχουν ταυτοποιηθεί 9 χρωμοσωμικές περιοχές που σχετίζονται με την ψωρίαση. Ονομάζονται γενετικοί τόποι προδιάθεσης για την ψωρίαση (PSORS) και αριθμούνται από 1 - 9. Ο κύριος καθοριστικός γενετικός παράγοντας είναι ο τόπος PSORS 1, που αντιπροσωπεύει ποσοστό 35% - 50% της κληρονομικότητας της νόσου. Επίσης, έχει ήδη αποδειχθεί με βεβαιότητα από τη δεκαετία του 1970 ο ρόλος του ανοσοποιητικού συστήματος.
Πράγματι, σε πλήθος μελετών έχει εντοπιστεί αυξημένος αριθμός ανοσοκυττάρων σε ασθενείς που πάσχουν από ψωρίαση, γεγονός που αποδεικνύει τον πιθανό ρόλο που ενδέχεται να διαδραματίζουν οι διαταραχές του ανοσοποιητικού συστήματος στην εμφάνιση της ψωρίασης. Στη φλεγμονώδη διαδικασία εμπλέκονται πολυάριθμες ουσίες, που ονομάζονται κυτταροκίνες και αποτελούν ερεθιστικό παράγοντα για τη φλεγμονή.
Δεδομένης της πολυπλοκότητας της νόσου, καλό είναι οι ασθενείς να πραγματοποιούν συχνά δερματολογικές εξετάσεις και να προγραμματίζουν τις επισκέψεις στον δερματολόγο, προκειμένου να έχουν τη νόσο υπό έλεγχο και να βελτιώνεται η συμμόρφωση στη θεραπεία.