Εξαιρετικά άβολα νιώθουν την άνοιξη όσοι πάσχουν από ονυχομυκητίαση, ιδιαίτερα οι γυναίκες, αφού η άνοδος της θερμοκρασίας “επιβάλλει” τη χρήση πέδιλων, αντί κλειστών παπουτσιών που κρύβουν το πρόβλημα.
Οι λευκές, κίτρινες, καφέ αποχρώσεις στα νύχια που έχουν προσβληθεί από μύκητες, η ανώμαλη επιφάνεια και το πάχος τους, αλλά και η δυσάρεστη οσμή που αναδύουν τους προκαλούν ντροπή και αμηχανία. Γι’ αυτό συχνά επιλέγουν να μην τα εκθέτουν τελικά σε… κοινή θέα.
Το πρόβλημα απασχολεί ακόμα και εκείνους που έχουν καταβάλει πολύμηνες προσπάθειες να αντιμετωπίσουν την πάθηση και είτε δεν καταφέρνουν να θεραπευτούν πλήρως είτε υποτροπιάζουν εντός ελαχίστου χρονικού διαστήματος από την παύση της αγωγής ακόμα και μετά από επίτευξη 100% καθαρού νυχιού!
«Οι μύκητες προσβάλλουν τόσο τα νύχια των χεριών όσο και τα νύχια των ποδιών, αλλά η ονυχομυκητίαση των νυχιών των ποδιών είναι πολύ πιο συχνή. Η χρόνια μυκητιασική λοίμωξή τους αντιπροσωπεύει το 50% του συνόλου των παθολογιών των νυχιών. Υπολογίζεται ότι το ένα τρίτο του παγκόσμιου πληθυσμού θα χρειαστεί κάποια στιγμή να την αντιμετωπίσει.
Συνήθως προκαλείται από δερματόφυτα (90% των περιπτώσεων στα νύχια των ποδιών και 50% των χεριών), αλλά όχι μόνο από αυτά, αλλά και από ζυμομύκητες και σαπροφυτικούς μύκητες. Παρουσιάζεται συχνά ως ένα ή περισσότερα, ανώμαλα, πεπαχυσμένα ή/και αποχρωματισμένα νύχια, πιο συχνά του ενός ή των δύο μεγαλύτερων του ποδιού. Βέβαια, δεν σημαίνει ότι ένα ανώμαλο νύχι έχει προσβληθεί οπωσδήποτε από μύκητες. Μπορεί να είναι απλώς δυστροφικό ή ένα ψωριασικό νύχι. Η διάγνωση συχνά δεν περιορίζεται στην κλινική εξέταση αλλά απαιτεί την εργαστηριακή επιβεβαίωση, η οποία προσδιορίζει και το είδος του μύκητα προκειμένου να δοθεί η κατάλληλη αγωγή», εξηγεί ο Δερματολόγος - Αφροδισιολόγος δρ Χρήστος Στάμου.
Πώς αντιμετωπίζεται;
Για την αντιμετώπιση της, η οποία είναι πολύμηνη εξαιτίας της αργής ανάπτυξης των νυχιών (ιδίως των ποδιών), η πρώτη θεραπευτική επιλογή είναι τα από του στόματος αντιμυκητιασικά φάρμακα, τα οποία χορηγούνται σε ασθενείς με μέτρια ως σοβαρή νόσο, ιδίως σε όσους πάσχουν από σακχαρώδη διαβήτη, λόγω του αυξημένου κινδύνου πρόκλησης ελκών. Όμως, έχει παρατηρηθεί αύξηση της ανθεκτικότητας των μυκήτων σε κάποια από αυτά, ενώ περιμένουν απάντηση ερωτήματα σχετικά με τη δυνατότητα πρόκλησης ηπατοτοξικότητας.
Όταν η αγωγή με χάπια συνδυάζεται με τοπική εφαρμογή φαρμάκων, χειρουργικό ή χημικό καθαρισμό, οι πιθανότητες απαλλαγής από τους μύκητες είναι πιθανότερη. Ως έσχατη λύση εξετάζεται η αφαίρεση του νυχιού χειρουργικά, όταν όλες οι συντηρητικές μέθοδοι έχουν αποτύχει.
Στους ασθενείς με ήπιες ή μέτριας σοβαρότητας λοιμώξεις που οι μύκητες δεν έχουν προσβάλλει τη μήτρα του νυχιού μπορούν να χρησιμοποιηθούν τοπικά σκευάσματα, δεδομένου ότι τα τελευταία χρόνια η αποτελεσματικότητά τους έχει βελτιωθεί.
Ωστόσο, υπάρχουν περιπτώσεις που το προσβεβλημένο νύχι φαίνεται καθαρό, απαλλαγμένο από τους μύκητες, αλλά μετά από λίγο καιρό εμφανίζει ξανά τα ίδια σημάδια.
Το φαινόμενο δεν είναι σπάνιο και οφείλεται σε διάφορους λόγους. Ο σπουδαιότερος είναι η διακοπή των τοπικών φαρμάκων (κρέμες ή βερνίκια) με την πρώτη ένδειξη απαλλαγής από τους μύκητες. Αλλά, παρότι δεν φαίνονται με γυμνό μάτι, οι μύκητες εξακολουθούν να βρίσκονται εκεί (κάτι που μπορεί να επιβεβαιωθεί με εργαστηριακές εξετάσεις), σταδιακά οι πληθυσμοί τους πολλαπλασιάζονται και η πάθηση υποτροπιάζει. Το ίδιο ισχύει και όταν δεν ολοκληρώνεται η από του στόματος φαρμακευτική αγωγή.
Η επανεμφάνιση των συμπτωμάτων της ονυχομυκητίασης, ωστόσο, μπορεί να οφείλεται σε μια νέα μόλυνση, ιδίως εάν ο ασθενής επαναλαμβάνει τις ίδιες πρακτικές που τον οδήγησαν στην αρχική μόλυνση. Δηλαδή εξακολουθεί να περπατά ξυπόλητος σε κοινόχρηστους χώρους, όπως σε χαλιά ξενοδοχείων, σε πισίνες και ντους, ή σε χώρους που υπάρχουν άτομα με ονυχομυκητίαση, να περιποιείται τα νύχια του με μολυσμένα εργαλεία και να μην φροντίζει επαρκώς την υγιεινή τους.
«Οι ασθενείς με υποτροπές ή επαναμολύνσεις είναι ακόμα δυσκολότερο να θεραπευτούν, αφού η ήδη πολύμηνη αγωγή που έχουν ακολουθήσει τους έχει κουράσει και παύουν να ακολουθούν πιστά τις οδηγίες που δίνονται από τον γιατρό τους. Σε αυτόν τον φαύλο κύκλο που ανοίγει πιο επιρρεπείς είναι όσοι δεν λαμβάνουν αγωγές από το στόμα, είτε από πεποίθηση, είτε επειδή ιατρικοί λόγοι το αποκλείουν λόγω παρενεργειών ή αλληλεπιδράσεων με άλλα φάρμακα που παίρνουν (π.χ. στατίνες, ψυχοτρόπα).
Σε αυτές τις περιπτώσεις είναι καλύτερο να ακολουθούνται εναλλακτικές θεραπείες. Τα τελευταία χρόνια τα λέιζερ βρίσκονται στο προσκήνιο και μελέτες δείχνουν καλά κλινικά και μικροσκοπικά ποσοστά ίασης από τη χρήση τους.
Υπάρχουν διάφοροι τύποι λέιζερ που χρησιμοποιούνται για την ονυχομυκητίαση, συμπεριλαμβανομένων ορισμένων που χρησιμοποιούν φως και άλλων που χρησιμοποιούν διοξείδιο του άνθρακα (CO2).
«Οι συσκευές λέιζερ εκπέμπουν παλμούς ενέργειας που παράγουν θερμότητα, η οποία διεισδύσει στο νύχι μέχρι το σημείο που βρίσκεται ο μύκητας. Σε απόκριση στη θερμότητα, ο μολυσμένος ιστός διασπάται, καταστρέφοντας τον. Ωστόσο, το έργο του λέιζερ δεν ολοκληρώνεται σε μία συνεδρία, αφού κάποιοι από τους μυκητιασικούς μικροοργανισμούς επιβιώνουν, αφού η ενέργεια που εκπέμπεται είναι χαμηλή για λόγους ασφαλείας.
Άλλο ένα πλεονέκτημα της θεραπείας με λέιζερ είναι η αποστειρωτική δράση της παραγόμενης θερμότητας, η οποία συμβάλλει στην πρόληψη της ανάπτυξης νέων μυκήτων.
Το θετικότερο είναι ότι έχει υψηλό ποσοστό ίασης και κλινικής βελτίωσης, σε συντομότερο χρονικό διάστημα από εκείνο που απαιτείται με άλλες θεραπείες.
Για ακόμα καλύτερα αποτελέσματα προτείνεται ο συνδυασμός τους με φαρμακευτικές αγωγές, όπου αυτό είναι δυνατόν», μας εξηγεί ο δρ Χρήστος Στάμου και καταλήγει συμβουλεύοντας όλους να λαμβάνουν μέτρα προφύλαξης για την αποφυγή τόσο της αρχικής λοίμωξης όσο και της υποτροπής:
«Μην φοράτε παπούτσια που χρησιμοποιούσατε πριν από τη προσβολή των νυχιών από τη λοίμωξη, ή απολυμάνετέ τα με κατάλληλα προϊόντα. Επιλέγετέ τα στο σωστό μέγεθος, προκειμένου να αποφεύγετε μικροτραυματισμούς και από υλικό που αναπνέει. Χρησιμοποιείτε αντιμυκητιασικές πούδρες μέσα σε αυτά.
Διατηρείτε τα πόδια και τα παπούτσια καθαρά και στεγνά. Αλλάζετε κάλτσες καθημερινά ή συντομότερα αν τα πόδια ιδρώνουν. Φοράτε παπούτσια ή σαγιονάρες σε χώρους που αναπτύσσονται μύκητες (π.χ. αμμουδιές, πισίνες). Φροντίζετε τα νύχια να είναι περιποιημένα και τα εργαλεία που χρησιμοποιείτε γι’ αυτό τον σκοπό απολυμασμένα.
Τέλος, αποφεύγετε την αφυδάτωση, χρησιμοποιώντας ενυδατικά προϊόντα, προκειμένου να αποτραπεί ο σχηματισμός μικρορωγμών, που αποτελούν πύλες εισόδου των μυκήτων».