Τα πολυανθεκτικά μικρόβια, ανάμεσά τους και οι μύκητες στους οποίους κατατάσσεται η Candida Auris, για την οποία γίνεται πολύς λόγος τελευταία σε δημοσιεύματα των ηλεκτρονικών και έντυπων ΜΜΕ, υπήρχαν πολύ πριν την εκδήλωση της πανδημίας και αποτελούν ένα μεγάλο πρόβλημα με σοβαρές επιπλοκές κατά την περίθαλψη, ειδικά των ανοσοκατεσταλμένων ή διασωληνωμενων ασθενών, ορισμένες φορές μη αναστρέψιμες.
Αυτά τα μικρόβια είναι υπεύθυνα για τις περιβόητες νοσοκομειακές λοιμώξεις που οδηγούν σε αύξηση της νοσηρότητας, αλλά και της θνητότητας των βαρέως πασχόντων ασθενών.
Η Ελλάδα βρίσκεται σε υψηλές θέσεις όσον αφορά την ευρεία διάδοση των πολυανθεκτικών μικροβίων στα νοσηλευτικά ιδρύματα, αλλά και στην ανθεκτικότητα αυτών των οργανισμών στα, μέχρι σήμερα, διαθέσιμα αντιβιοτικά σχήματα (πολύ συζήτηση γίνεται για τα αποτελέσματα της “πολυφαρμακίας” όπως ονομάζεται που πιθανολογείται ως ένας αιτιολογικός παράγοντας αλλά με αυτό το θέμα δε θα ασχοληθούμε σε αυτό το άρθρο).
Οι ευθύνες για τα πολυανθεκτικά μικρόβια
Η αιτία εμφάνισης ανθεκτικών στελεχών διαφόρων ειδών μικροοργανισμών αποτελεί ένα σύνθετο και πολυπαραγοντικό ζήτημα. Η προσπάθεια που γίνεται από πλευράς του Υπουργείου Υγείας να “αφυδατώσει” τους παράγοντες που συντελούν στη δημιουργία του προβλήματος και να τους περιορίσει στη λογική της “ευθύνης” γιατρών και νοσηλευτών, αποτελεί πλήρως αντιεπιστημονική προσέγγιση που οδηγεί τουλάχιστον στην αναπαραγωγή και διαιώνιση του προβλήματος.
Η ευθύνη των υγειονομικών στις ΜΕΘ υπάρχει, όμως για να μπορέσει να εφαρμοστεί απρόσκοπτα δε φτάνει η θέληση, αλλά και η εξασφάλιση από το κράτος όλων αυτών των προδιαγραφών που επιστημονικά έχουν καταγραφεί για την ασφαλή λειτουργία των ΜΕΘ.
Πιο συγκεκριμένα:
1. Η χωροταξική -κατασκευαστικά- διαμόρφωση των ΜΕΘ στα περισσότερα νοσοκομεία που είναι τόσο πυκνοδομημένες, ώστε να παραβιάζονται τα κριτήρια της ασφαλούς απόστασης μεταξύ των κλινών αλλά και του υπόλοιπου σταθερού εξοπλισμού, κάτι που δεν επιτρέπει την ασφαλή κίνηση του προσωπικού ανάμεσά τους, δεν επιτρέπει τον ενδελεχή καθαρισμό τους και συμβάλει στη διασπορά μεταξύ των ασθενών. Στις μέρες μας υπάρχει η τεχνολογική δυνατότητα πχ οι καλωδιώσεις να περνάνε μέσα από στεγανούς «οδηγούς», ώστε να μην σέρνονται στο πάτωμα ή να κρέμονται πάνω από το κεφάλι του ασθενούς όπως συμβαίνει σε παλαιές-μη ανακαινισμένες ΜΕΘ.
2. Η έλλειψη του απαραίτητου εξοπλισμού νοσηλευτικής φροντίδας, ώστε για κάθε νοσηλευτική κλίνη ΜΕΘ να χρησιμοποιείται ένα π.χ καρότσι νοσηλείας αποκλειστικά, και όχι να είναι 1-2 κοινά για δεκάδες ασθενείς.
3. Η δραματική υποστελέχωση, η εντατικοποίηση της εργασίας, ο χαμηλός πολλές φορές βαθμός εξειδίκευσης λόγω και των ελαστικών σχέσεων εργασίας του υπάρχοντος προσωπικού. Πότε έγινε εκπαίδευση στους συναδέλφους «ωφελούμενους του ΟΑΕΔ» που προσλήφθηκαν ως τραυματιοφορείς για πρώτη φορά σε μεγάλη ηλικία στα νοσοκομεία; Πως θα εφαρμοστούν τα πρωτόκολλα για τις νοσοκομειακές λοιμώξεις, σε μια κατηγορία εργαζομένων που έρχεται καθημερινά σε επαφή με δεκάδες ασθενείς από διαφορετικά τμήματα και μονάδες κατά τη μεταφορά τους; Στις ΜΕΘ η προβλεπόμενη αναλογία νοσηλευτών ανά ασθενή είναι 1:1 (ένας νοσηλευτής/τρια υπεύθυνος για τη νοσηλεία αποκλειστικά ενός ασθενούς)- δηλαδη για να «βγαίνουν» οι βάρδιες και οι απαραίτητες άδειες ανάπαυσης του προσωπικού ή και οι πιθανές εγκυμοσύνες/ ασθένειες κλπ. – η αναλογία πρέπει να είναι 1 κλίνη / 4 νοσηλευτές .
Σήμερα, η “καλύτερη” αναλογία στο νοσηλευτικό προσωπικό των ΜΕΘ είναι στο 50% αυτής της ανάγκης. Όταν ένας νοσηλευτής/τρια έχει στην ευθύνη φροντίδας του 3 ή 4 ασθενείς, τότε πολλαπλασιάζεται αυτόματα και ο κίνδυνος επιμόλυνσης ενός ασθενούς με πολυανθεκτικό μικρόβιο, αλλά και ο κίνδυνος διασποράς ανάμεσα στους ασθενείς. Καταλαβαίνει κανείς πως με αυτήν την αναλογία υγειονομικών/ ασθενών υπονομεύεται η λήψη και η αποτελεσματικότητα των μέτρων υγιεινής.
Ανάλογα, επηρεάζει και η σχετικά χαμηλή αναλογία των γιατρών για τους νοσηλευόμενους βαρέως πάσχοντες ασθενείς στις ΜΕΘ/ΜΑΦ – στους οποίους επίσης εντοπίζεται μια πανσπερμία εργασιακών σχέσεων και επιπέδου εκπαίδευσης. Επίσης, βασικότατο στοιχείο από την πλευρά του προσωπικού, είναι ότι στη συντριπτική πλειοψηφία, του είναι συνάδελφοι που προσλαμβάνονται με συμβάσεις ορισμένου χρόνου από 6μηνες, ετήσιες ή στην καλύτερη διετείς, μέχρι να εκπαιδευτεί για τον τρόπο που πρέπει να λειτουργεί στον ιδιαίτερο χώρο υψηλής εξειδίκευσης των ΜΕΘ, λήγει η σύμβαση και φεύγει. Και στην επόμενη φουρνιά υγειονομικών πάλι από την αρχή. Και αυτό είναι στοιχείο που γιγαντώθηκε μέσα στα 2 χρόνια πανδημίας.
4. Η υποστελέχωση των Επιτροπών Νοσοκομειακών Λοιμώξεων επί της ουσίας δεν επιτρέπει την απαραίτητη εκπαίδευση του προσωπικού για τον έλεγχο λοιμώξεων (infection control) αλλά και την επιτήρηση που θα οδηγήσει έγκαιρα σε αναγνώριση-καταγραφή και στη λήψη των απαραίτητων μέτρων για την αποφυγή ενδονοσοκομειακής διασποράς. Ο ρόλος αυτός υποβαθμίστηκε ακόμη περισσότερο στην πανδημία, καθώς τα δημόσια νοσοκομεία της χώρας μετατράπηκαν σε χώρους "μιας νόσου" και η λειτουργία των επιτροπών λοιμώξεων ήταν κυρίως «κορωνοκεντρική» με τους γιατρούς τους να εντάσσονται ακόμα και σε άλλες λειτουργίες. Δεν ξεχνάμε ότι για ένα μεγάλο διάστημα στην αρχή της πανδημίας έλειπαν ή ήταν ανεπαρκή ή ακατάλληλα ακόμη και στοιχειώδη μέτρα προστασίας (ειδικές στολές, γάντια, γυαλιά, μάσκες, προσωπίδες κλπ κλπ).
5. Ο μικρός αριθμός κλινών ΜΕΘ. Παρά τις κυβερνητικές εξαγγελίες και την προπαγάνδα της ηγεσίας του υπουργείου υγείας παραμένει χαμηλός ο αριθμός κλινών ΜΕΘ (πολύ κατώτερος του αναγκαίου για τον πληθυσμό της χώρας αριθμού των 3.000 κλινών σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας). Αυτό, οδηγεί σε ασταμάτητη χρήση των ήδη διαθέσιμων κλινών. Στην κυριολεξία τα κρεβάτια στις δημόσιες ΜΕΘ δεν προλαβαίνουν να “κρυώσουν” από τον ένα ασθενή, μέχρι να μπει ο επόμενος. Αποδεικνύεται έτσι, πόσο δίκαιο αλλά και ρεαλιστικό ήταν το αίτημα του υγειονομικού κινήματος για άνοιγμα νέων κλινών ΜΕΘ (όχι μόνο covid), επαναλειτουργία των νοσοκομείων που είχαν κλείσει, αλλά και επίταξη των κλινών του ιδιωτικού τομέα, ώστε να πολλαπλασιαστούν οι διαθέσιμες για τους ασθενείς κλίνες, κάτι που θα επέτρεπε και τον καλύτερο έλεγχο των νοσοκομειακών λοιμώξεων. Γιατί ο αριθμός κλινών ΜΕΘ δε μπορεί να υπολογίζεται, όπως στα ξενοδοχεία με το “βαθμό πληρότητας”, αλλά στη βάση των αναγκών που σε αυτές περιλαμβάνονται και οι αναγκαίες εφεδρείες για έκτακτες περιπτώσεις, όπως πχ σε μια πανδημία.
6. Το μειωμένο προσωπικό καθαριότητας, το οποίο εργάζεται στα δημόσια νοσοκομεία με ελαστικές σχέσεις εργασίας, δηλαδή επίσης με συμβάσεις που έχουν ημερομηνία λήξης. Μάλιστα, στην πλειοψηφία πρόκειται για προσωπικό μέσω εργολαβικών συνεργείων που σε αρκετές περιπτώσεις εναλλάσσεται συχνά μεταξύ πολλών νοσοκομείων. Δεν μπορεί σε μια βάρδια (συνήθως 6ωρη) ένας μόνο άνθρωπος να έχει την ευθύνη για την καθαριότητα μιας ολόκληρης ΜΕΘ, όταν κάθε κρεβάτι για να καθαριστεί χρειάζονται 2-3 ώρες πριν μπει νέος ασθενής. Επίσης, το προσωπικό αυτό θα πρέπει να εκπαιδεύεται διαρκώς με βάσει τα κατάλληλα πρωτόκολλα για την ιδιαίτερη αυτή φροντίδα καθαριότητας του υγειονομικού υλικού και να είναι μόνιμο, όχι να φεύγει και μετά πάλι από την αρχή. Επιπρόσθετα, ας ληφθεί υπόψη ότι σε όλο το διάστημα της πανδημίας λόγω της συνεχούς ροής ασθενών και της διαρκούς διακύμανσης της πανδημίας δεν έγιναν ούτε οι απαραίτητες απολυμάνσεις στις ΜΕΘ που απαιτούν εξολοκλήρου άδειασμα της μονάδας (πρακτικά δηλ από το καλοκαίρι του 2019).
Εν κατακλείδι, το βασικό ερώτημα που ταλανίζει τον οποιονδήποτε από τους ….γνωρίζοντες, είναι γιατί γίνεται ξαφνικά τόσος “ντόρος” για ένα πρόβλημα σοβαρότατο μεν αλλά γνωστό εδώ και δεκαετίες;;
Μήπως η όλη ανάδειξη και δημοσιοποίησή του στην παρούσα φάση σχετίζεται με τις ήδη νομοθετημένες πολιτικές της “αξιολόγησης δομών και προσωπικού” ως εργαλεία κατάργησης, συγχώνευσης κλινικών και τμημάτων υλοποιώντας την πολιτική της «βιωσιμότητας», άρρηκτα δεμένη με τα ποσοστά πληρότητας και της αύξησης των εσόδων των νοσοκομείων από την πώληση των εργασιών τους;
Για τους μαχόμενους υγειονομικούς που στιγμή δεν σταματάμε να δίνουμε τη διπλή μάχη τόσο με τις νόσους όσο και με τις …”ανθυγιεινές” πολιτικές, είναι ξεκάθαρο πως οι λύσεις και γι’ αυτό το μείζον ζήτημα των νοσοκομειακών λοιμώξεων πρέπει να αναζητηθούν στην αντιμετώπιση των αιτιών που δημιουργούν το πρόβλημα.
Τι πρέπει να γίνει για λυθεί το πρόβλημα
Πρέπει να δυναμώσει ο αγώνας κατάλληλα διαμορφωμένες, με όλο τον εξοπλισμό ΜΕΘ, με τις προδιαγραφές που προβλέπονται και όχι άναρχα δομημένες ή "νεοσυσταθείσες" σε χώρους ακατάλληλους, π.χ αίθουσες χειρουργείων και άλλα τραγελαφικά που ζήσαμε. Χρειάζεται εδώ και τώρα μονιμοποίηση των συμβασιούχων συναδέλφων που έχουν δώσει ψυχή και σώμα χρόνια τώρα κι ακόμη περισσότερες προσλήψεις όλου του απαραίτητου προσωπικού για τη λειτουργία των ΜΕΘ, μόνιμου και καλά εκπαιδευμένου προσωπικού, που θα χρησιμοποιεί τον απαραίτητο σε αριθμό εξοπλισμό για τη σωστή ιατρονοσηλευτική φροντίδα των βαρέως πασχόντων ασθενών.
Απαιτείται αύξηση της εκπαίδευσης σε αριθμό γιατρών και ειδικοτήτων, αύξηση της εκπαίδευσης σε αριθμό νοσηλευτών προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι ελλείψεις που έχουν διαπιστωθεί στα δημόσια νοσοκομεία και η ανεπάρκεια σε διαθέσιμο προσωπικό κλάδων και ειδικοτήτων. Χρειάζεται ενίσχυση με προσλήψεις προσωπικού των Επιτροπών Νοσοκομειακών Λοιμώξεων, ώστε να μπορούν να ανταποκριθούν στην αποστολή τους για εκπαίδευση του προσωπικού, επιδημιολογική επιτήρηση και την έγκαιρη λήψη μέτρων αποφυγής της διασποράς εντός των νοσοκομείων.
Άλλωστε, όλες οι σχετικές μελέτες αναδεικνύουν ως κύριους υπαίτιους για την αύξηση των νοσοκομειακών λοιμώξεων την υποστελέχωση, την υποχρηματοδότηση και την ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων. Και αυτά τα ξέρουν όλοι και κυρίως, όσοι κυβερνούν και διοικούν.
Γιατί είναι μωρός όποιος συνεχίζει να πιστεύει ότι για τις νοσοκομειακές λοιμώξεις φταίνε οι υγειονομικοί που δεν πλένουν τα χέρια τους...