Το πώς ο τοξικός υδράργυρος μετακινείται στο περιβάλλον και συσσωρεύεται στα ψάρια που τρώνε οι άνθρωποι είναι γνωστό εδώ και δεκαετίες.
Τώρα, οι επιστήμονες έχουν ανακαλύψει έναν απροσδόκητο τρόπο με τον οποίο τοξίνες βλαβερές για τον νευρικό ιστό κυκλοφορούν σε λίμνες μέσα από μικρούς επιθετικούς καρκινοειδείς «ψύλλους - φαντάσματα». Το συγκεκριμένο εύρημα εξηγεί για ποιο λόγο ορισμένες λίμνες περιέχουν απροσδόκητες ποσότητες υδράργυρου. Επίσης, μας βοηθά να καταλάβουμε ότι οι επιστήμονες που λαμβάνουν ως δείγματα λίμνες μόν0 κατά τη διάρκεια της ημέρας στερούνται βασικών στοιχείων για τον τρόπο λειτουργίας των οικοσυστημάτων.
«Είναι μία νέα ιστορία τροφικής αλυσίδας. Η συγκεκριμένη ιδέα θα μετακινηθεί. Είναι καινοτόμα» ανέφερε ο Celia Chen, που δουλεύει ως υδάτινος οικολόγος στο Κολλέγιο του Ντάρτμουθ.
Η μεγαλύτερη μόλυνση από υδράργυρο προέρχεται από μικρής κλίμακας διυλιστήρια χρυσού και από το κάψιμο άνθρακα. Ανεβαίνει στην ατμόσφαιρα, κυκλοφορεί παγκοσμίως και μετά πέφτει με τη μορφή βροχής και χιονιού. Όταν ο υδράργυρος φτάσει σε περιβάλλοντα με χαμηλό οξυγόνο, όπως ο υγρότοποι ή στεγνές λίμνες, τα βακτήρια το μετατρέπουν σε κάτι τοξικό που ονομάζεται methylmercury. Αυτό μπορεί να συσσωρευτεί σε φυτά και ζώα. Όσον αφορά τους ανθρώπους, από την έκθεση τους σε αυτό κινδυνεύουν περισσότερο τα έμβρυο και τα μικρά παιδιά, που μπορούν να βιώσουν προβλήματα ανάπτυξης.
Οι κορυφαίοι θηρευτές όπως οι τόνοι συγκεντρώνουν την συγκεκριμένη ουσία (methylmercury) στους ιστούς τους. Γι΄αυτό, δίνεται οδηγία να αποφεύγεται η κατανάλωση συγκεκριμένων ειδών ψαριών. Στις λίμνες, όμως, με πολλά φύκια και ζωοπλακτόν, τα επίπεδα του συγκεκριμένου είδους υδράργυρου στα ψάρια είναι γενικώς μικρότερα. Τα περισσότερα θαλάσσια πλάσματα στη βάση της τροφικής αλυσίδας, εξασθενούν τον υδράργυρο στο οικοσύστημα και τα ψάρια παίρνουν λιγότερο.
Υπάρχουν, όμως και εξαιρέσεις. Τα ψάρια σε λίμνες σε βοσκότοπους στη Βόρεια Αμερική, για παράδειγμα, συγκεντρώνουν μεγαλύτερες ποσότητες υδράργυρου, παρά την παρουσία φυκιών και άλλης υδρόβιας ζωής. Αυτό αποτελούσε ένα μυστήριο που οδήγησε στη νέα έρευνα.
Η υψηλή συγκέντρωση υδραργύρου σε «ψύλλους-φαντάσματα»
Η λύση ήρθε όταν επιστήμονες μελέτησαν ένα από τα ζωοπλανκτόν, με το όνομα Λεπτοδόρα. Είναι ένας μεγάλος συγγενής των υδρόβιων ψύλλων, μεγέθους 1,5 cm με ένα τεράστιο μάτι. Ονομάζονται και«ψύλλοι - φαντάσματα» επειδή είναι ημιδιαφανή. Το 2013 μία επιστημονική ομάδα απέδειξε ότι το Λεπτοδόρα, αντίθετα με κάθε άλλο ζωοπλανκτόν μετακινείται πάνω και κάτω καθημερινά. Κατά την ημέρα, κρύβονται από τα ψάρια-θηρευτές καθώς μετακινούνται στον πάτο της θάλασσας όπου δεν υπάρχει οξυγόνο. Κολυμπάνε στην κορυφή το βράδυ, όταν τα ψάρια δεν είναι ενεργά ή δε μπορούν να δουν καλά, προκειμένου να τραφούν με άλλα ζωοπλανκτον.
Κατά τη μέλετη βρέθηκε ότι ένα τουλάχιστον ψάρι, η κίτρινη πέρκα, μπορεί να πιάσει τη Λεπτοδόρα στο σκοτάδι, μάλλον επειδή διαισθάνεται τις δονήσεις όταν κολυμπάει.
Η συγκέντρωση υδράργυρου στη Λεπτοδόρα είναι σχεδόν διπλάσια σε σχέση με άλλα ζωοπλανκτόν στη λίμνη. Αυτό συμβαίνει πιθανώς, επειδή τρέφεται με βακτήρια ή σκνίπες που ζουν στη γεμάτη υδράργυρο λάσπη.
Το βράδυ λειτουργούν ως μεταφορείς υδράργυρου μεταφέροντας τον υδράργυρο από τον πάτο στην κορυφή της θάλασσας. Η απόδειξη βρίσκεται στην πέρκα. Όταν η πέρκα πιάστηκε το βράδυ περιείχε διπλάσια ποσότητα υδραργύρου σε σχέση με αυτήν το πρωί σύμφωνα με την επιστημονική ομάδα.
Αυτού του είδους η οικολογική έρευνα μπορεί να βοηθήσει την ακρίβεια παρακολούθησης της μόλυνσης σε μεγάλη κλίμακα. Αυτοί οι οικολογικοί παράγοντες αλλάζουν την ποσότητα υδράργυρου που καταλήγει σε συγκεκριμένα είδη. Δεν είναι κάτι ασήμαντο προς παρακολούθηση.
ΠΗΓΗ: sciencemag