Μια ιστορία που διαδραματίζεται συχνά στις αίθουσες των δικαστηρίων είναι η απογοήτευση των ατόμων που διεκδικούν την προστασία τους όταν έχουν πέσει θύματα συναισθηματικής κακοποίησης – στις λίγες περιπτώσεις που αποφασίσουν να κινηθούν νομικά – προκειμένου να προστατεύσουν τον εαυτό τους ή ακόμα και την οικογένειά τους από αυτή την κατάσταση. Η απογοήτευση των θυμάτων σχετίζεται είτε με την απουσία αναγνώρισης της ως ξεχωριστής μορφής κακοποίησης (αντίθετα φαίνεται να υπάρχει η αποδοχή από την πλευρά των δικαστών της ύπαρξης ενός συγκρουσιακού κλίματος), είτε με την επιβολή πολύ ελαφρότερων κυρώσεων/προστατευτικών μέτρων συγκριτικά με τις κυρώσεις που επιβάλλονται στις εμφανείς μορφές κακοποίησης, όπως η σεξουαλική και σωματική κακοποίηση.
Η συναισθηματική κακοποίηση είναι μια μορφή βίας, με συνεχιζόμενο χαρακτήρα κατά την οποία ένα άτομο συστηματικά μειώνει και καταστρέφει την ατομική ταυτότητα ενός άλλου ανθρώπου, μέσα από την υποτίμηση των ιδεών, συναισθημάτων και της προσωπικότητας του θύματος (Sims, 2008). Η υποτίμηση μπορεί να επιτευχθεί μέσα από συμπεριφορές, όπως ο χλευασμός των απόψεων, η απόδοση κατηγοριών, η συνεχής αρνητική κριτική, η σιωπή, οι απειλές για εγκατάλειψη ή πρόκλησης σωματικών βλαβών, προσβολές, η χρήση υβριστικών σχολίων, κ.α. (Πρεκατέ, 2008; SCIE, 2013; Sims, 2006). Γίνεται σαφές ότι η συναισθηματική κακοποίηση βασίζεται στη λεκτική επικοινωνία, γι’ αυτό και συχνά χρησιμοποιείται ο όρος συναισθηματική – λεκτική κακοποίηση. Θύματα της συναισθηματικής κακοποίησης τείνουν να είναι οι γυναίκες, τα παιδιά και οι ηλικιωμένοι.
Δύο βασικά ερωτήματα προκύπτουν αναφορικά στη συναισθηματική κακοποίηση, το ένα σχετίζεται με το ποια είναι τα αίτια που ωθούν τους θύτες να συμπεριφέρονται με αυτόν τον τρόπο και το δεύτερο αφορά τους παράγοντες που ευθύνονται για το ότι τα θύματα υπομένουν την κακοποίηση για σημαντικό διάστημα πριν πάρουν την απόφαση να σταματήσουν τον κύκλο της κακοποίησης. Τα ερευνητικά δεδομένα αποκαλύπτουν ότι στην εκδήλωση της συναισθηματικής κακοποίησης συμβάλλουν πολλοί και διαφορετικοί παράγοντες, όπως η ανεργία, η κατάχρηση ουσιών, η κοινωνική απομόνωση, η ύπαρξη σοβαρής ψυχικής ασθένειας και ο χαμηλός αυτοέλεγχος (π.χ. μειωμένη υπομονή και ανεκτικότητα στις φυσιολογικές συμπεριφορές των παιδιών, δηλαδή το κλάμα, την αδεξιότητα, τη ζωηράδα, τη φασαρία) των γονέων. Ωστόσο, ο παράγοντας που φαίνεται να σχετίζεται περισσότερο από όλους τους άλλους στην εκδήλωση της συναισθηματικής κακοποίησης είναι ο γονέας να έχει υποστεί και αυτός κακοποίηση στην παιδική του ηλικία. Μάλιστα, ο γονέας που δεν έχει δουλέψει θεραπευτικά τις δικές του «πληγές» από την κακοποίηση, φέρεται στους άλλους όπως του φέρθηκαν, δηλαδή ταπεινώνει, προκειμένου να νιώσει μια στιγμιαία ανακούφιση και είτε να μειωθεί ο πόνος, ο φόβος, ο θυμός που μπορεί να αισθάνεται λόγω μιας κατάστασης, είτε να αυξήσει την αυτοεκτίμησή του (Πρεκατέ, 2008).
Οι αιτίες συντήρησης αυτής της κατάτασης
Στην ερώτηση για ποιο λόγο τα θύματα δυσκολεύονται να φύγουν από αυτές τις κακοποιητικές καταστάσεις, δεν υπάρχει μόνο μία απάντηση. Ένας παράγοντας που παρατείνει την κακοποίηση είναι η έλλειψη οικονομικών πόρων ή κοινωνικού υποστηρικτικού δικτύου, τα οποία θα διευκολύνουν και θα ενθαρρύνουν τα άτομο στην ανάγκη αλλαγής της ζωής του. Ένας δεύτερος παράγοντας είναι η ανάγκη να μην εγκαταλείψουν τα παιδιά τους ή να τα προστατεύσουν τα παιδιά τους από τον κακοποιητή γονέα. Μερικές φορές, η αλλαγή της ζωής είναι πιο τρομακτική για τα θύματα, με αποτέλεσμα να επιλέγουν να μένουν σε αυτή την αρνητική κατάσταση όπου ξέρουν τι τους περιμένει, παρά να αντιμετωπίσουν το φόβο του αγνώστου. Ένας άλλος παράγοντας που παγιδεύει το θύμα σε μια σχέση που υπάρχει συναισθηματική κακοποίηση μπορεί να είναι το δέσιμο ή και η αγάπη που μπορεί να νιώθουν για τον θύτη, παρά το γεγονός ότι αντιλαμβάνονται ότι η σχέση είναι καταστροφική. Τέλος, μερικά άτομα μένουν σε τέτοιες προβληματικές σχέσεις, καθώς δεν αντιλαμβάνονται ότι αυτό που υφίστανται είναι μια μορφή κακοποίησης, αλλά το αποδίδουν στη δική τους λάθος συμπεριφορά που προκαλεί το θύτη να συμπεριφερθεί με αυτόν τον αρνητικό τρόπο (Sims, 2008).
Οι συνέπειες της συναισθηματικής κακοποίησης μπορεί να είναι βραχυπρόθεσμες ή/και μακροπρόθεσμες. Η επίδραση της κακοποίησης στο ψυχισμό του ατόμου επηρεάζεται από διάφορους παράγοντες, όπως η ιδιοσυγκρασία του ατόμου, η διάρκεια που υφίσταται την κακοποίηση, η ύπαρξη υποστηρικτικού πλαισίου, κ.α. Τα ερευνητικά δεδομένα επισημαίνουν τις υψηλές πιθανότητες συνύπαρξης μεταξύ συναισθηματικής και σωματικής κακοποίησης (Sanchez, 2012). Επίσης, τα παιδιά που έχουν υπάρξει θύματα συναισθηματικής κακοποίησης τείνουν να παρουσιάζουν αυξημένη επιθετικότητα, μη συμμόρφωση, χαμηλή σχολική επίδοση ή κοινωνική απόσυρση (Glaser, 2002). Ιδιαίτερα, συμπεριφορές όπως το πείραγμα, η απόρριψη και η ταπείνωση σχετίζονται με την εμφάνιση καταθλιπτικών συμπτωμάτων, είτε αυτές οι συμπεριφορές προέρχονται από τους γονείς ή τους συνομηλίκους (Gibbs & Abela, 2008). Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι τα ερευνητικά δεδομένα αποκαλύπτουν ότι οι συνέπειες της συναισθηματικής κακοποίησης στην παιδική ηλικία επεκτείνονται στην ενήλικη ζωή, λόγω της ανωριμότητας των αμυντικών μηχανισμών για την προστασία του εγώ και της κατεστραμμένης αυτοεκτίμησης (Finzi-Dottan & Karu, 2006).
Οι περισσότερες μορφές κακοποίησης θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί, αν οι γονείς ήταν εκτεθειμένοι σε κατάλληλα πρότυπα και γνώριζαν ποιες είναι οι ενδεδειγμένες γονεϊκές συμπεριφορές. Γίνεται, λοιπόν, σαφές ότι η ενημέρωση και η εκπαίδευση των γονέων θα μπορούσε να περιορίσει την εκδήλωση κακοποιητικών εμπειριών. Σε αυτό το στόχο, μπορούν να συμβάλλουν καθοριστικά οι Σχολές Γονέων και οποιαδήποτε άλλη συμμετοχή των γονέων σε σεμινάρια σχετικά με τη διαπαιδαγώγηση των παιδιών τους. Είναι σημαντικό οι γονείς να ενημερώνουν και να εξηγούν τα παιδιά τους το τι σημαίνει συναισθηματική κακοποίηση και να ενθαρρύνουν την επικοινωνία μαζί τους, ώστε να προλάβουν την περίπτωση κακοποίησης από άλλους ενηλίκους ή συνομηλίκους. Οι γονείς που έχουν ήδη κακοποιηθεί, για να προλάβουν την ανακύκλωση της βίας στη δική τους οικογένεια, θα μπορούσαν να συμμετέχουν σε συμβουλευτική γονέων ή και οικογενειακή θεραπεία για να αλλάξουν παγιωμένα πρότυπα συμπεριφοράς. Πέρα, όμως από τους γονείς, ευθύνη για την αντιμετώπιση της κακοποίησης φέρουν και όλοι όσοι γνωρίζουν ότι κάποια άτομα ή παιδιά κακοποιούνται (π.χ. γιατροί, δάσκαλοι, γείτονες, κ.α.) και δεν κάνουν τίποτα γι’ αυτό (Πρεκατέ, 2008). Η σιωπή ναι μεν διασφαλίζει σε αυτά τα άτομα μια φαινομενική ηρεμία, αλλά συντηρεί ένα βαρύ φορτίο ενοχών για την απροθυμία προστασίας κάποιου ατόμου σε ανάγκη και μια παθογένεια που μπορεί να χτυπήσει και τη δική τους πόρτα κάποια στιγμή.
Εν κατακλείδι, για την ορθότερη αντιμετώπιση της συναισθηματικής κακοποίησης είναι επιτακτική ανάγκη να οργανωθούν ενημερωτικές καμπάνιες για την ευαισθητοποίηση της ευρύτερης κοινωνίας, προγράμματα πρόληψης για τις ομάδες υψηλού κινδύνου (π.χ. άνεργοι γονείς, γονείς με ιστορικό κακοποίησης, κ.α.), καθώς και προγράμματα κατάρτισης των ειδικών που ασχολούνται με τα θύματα της συναισθηματικής κακοποίησης (π.χ. δικαστές, δικηγόροι, κοινωνικοί λειτουργοί, κ.α.), ώστε να μπορούν να αναγνωρίζουν και να χειρίζονται αποτελεσματικά τέτοιες υποθέσεις. Η κακοποίηση ως πολυπαραγοντικό φαινόμενο απαιτεί τη συντονισμένη δράση διαφορετικών ειδικοτήτων για να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα, τόσο σε επίπεδο πρόληψης, όσο και σε επίπεδο αντιμετώπισης.