Ευτυχώς όμως, τα τελευταία χρόνια, πολλά όπλα έχουν προστεθεί στη φαρέτρα των ογκολόγων και έχει γίνει μεγάλη πρόοδος στην αντιμετώπιση του συνόλου των κακοηθειών.
Μάλιστα, οι εξελίξεις στην αντι-νεοπλασματική θεραπεία υπερβαίνουν πλέον τις προβλέψεις των προηγούμενων χρόνων, με αύξηση του προσδόκιμου επιβίωσης, βελτίωση της ποιότητας ζωής των πασχόντων, βελτιστοποίηση των θεραπειών με τη χρήση στοχευτικών παραγόντων και της ανοσοθεραπείας και σε πολλές περιπτώσεις προσφέροντας πλήρη ίαση.
«Ως γνωστόν, το ανοσιακό σύστημα είναι πολύ σημαντικό, διότι αφενός αποτελεί τη φυσική άμυνα του οργανισμού έναντι ξενιστών και αφετέρου συμβάλλει στην αντιμετώπιση καρκινικών κυττάρων.
»Η ανοσοθεραπεία είναι θεραπεία που χρησιμοποιεί συγκεκριμένα τμήματα του ανοσοποιητικού συστήματος του ίδιου του ασθενή για να καταπολεμήσει παθήσεις όπως ο καρκίνος.
Αυτό μπορεί να γίνει με δύο τρόπους: είτε προκαλώντας ή πιέζοντας τις φυσικές δυνάμεις του ίδιου του ανοσοποιητικού συστήματος να ανακαλύψει και να επιτεθεί στα καρκινικά κύτταρα, είτε παρασκευάζοντας βιολογικά μόρια στο εργαστήριο που είναι ακριβώς όμοια με τα συστατικά του ανοσοποιητικού συστήματος, τα οποία χρησιμοποιούνται στη βελτίωση του τρόπου δράσης του αμυντικού μηχανισμού εναντίον των καρκινικών κυττάρων», εξηγεί ο κ. Νικόλαος Κεντεποζίδης, MD, MSc, PhD, Παθολόγος Ογκολόγος, Διευθυντής Δ’ Ογκολογικής Κλινικής Metropolitan General.
Αν και αρχικά η θεραπεία με βιολογικά μόρια εφαρμόσθηκε σε κακοήθειες όπως ο καρκίνος του πνεύμονα, ο καρκίνος της ουροδόχου κύστης και το μελάνωμα, πλέον επεκτείνεται ολοένα και σε περισσότερες μορφές καρκίνου, όπως είναι και οι κακοήθειες του γαστρεντερικού συστήματος.
Στην κατηγορία αυτή υπάγονται ο καρκίνος του οισοφάγου-στομάχου, ο καρκίνος του παχέος εντέρου και ορθού, ο καρκίνος του παγκρέατος και ο καρκίνος ήπατος και χοληφόρων.
Πρόκειται για διαφορετικές κατηγορίες νεοπλασμάτων, αλλά με ένα κοινό παρονομαστή: τη μείωση της επίπτωσης και θνητότητας σε χώρες του δυτικού κόσμου, τόσο σε άνδρες όσο και σε γυναίκες.
Σε ό,τι έχει να κάνει με τις εξελίξεις στους καρκίνους του γαστρεντερικού συστήματος, σημαντικό ρόλο παίζει το μοριακό προφίλ των όγκων αυτών. Τα τελευταία χρόνια ο έλεγχος βιοδεικτών όπως το MSI, το PD-L1 και το TMB έχουν προσθέσει και την ανοσοθεραπεία στις θεραπευτικές επιλογές με ενθαρρυντικά αποτελέσματα.
Ειδικότερα, περνώντας σε κάθε κατηγορία, στον καρκίνο οισοφάγου-στομάχου, πλέον εφαρμόζεται τόσο η ανοσοθεραπεία όσο και θεραπείες που στοχεύουν το HER-2 γονίδιο.
Μάλιστα, στον καρκίνο του οισοφάγου πλέον πήρε έγκριση η χορήγηση pembrolizumab στην πρώτη γραμμή σε συνδυασμό με πλατίνα και 5-FU σε ασθενείς οι οποίοι δεν είναι κατάλληλοι για χειρουργική εξαίρεση ή ριζική χημειο-ακτινοθεραπεία.
Στον καρκίνο του παχέος εντέρου, η ανοσοθεραπεία έχει πάρει έγκριση στην πρώτη γραμμή ασθενών με μεταστατικό κολο-ορθικό καρκίνο, οι οποίοι εμφανίζουν μικροδορυφορική αστάθεια, αυξάνοντας τόσο το ελεύθερο προόδου νόσου διάστημα (PFS), όσο και την ολική επιβίωση (OS).
Διαβάστε σχετικά=> Καρκίνος του παχέος εντέρου: Έτσι θα τον «αποφύγετε» - Τι έδειξε νέα μελέτη
Επιπλέον, πέρα από το μοριακό έλεγχο με KRAS, NRAS και MSI, στην καθημερινή πρακτική έχει προστεθεί ο έλεγχος για έκφραση του HER-2, του BRAF και του NTRK, οπότε εφαρμόζονται και οι ανάλογες στοχευτικές ή στοχευμένες θεραπείες.
Στον καρκίνο του παγκρέατος, σε μία νόσο με λίγες θεραπευτικές επιλογές μέχρι σήμερα, ο έλεγχος της μικροδορυφορικής αστάθειας, καθώς και ο έλεγχος μεταλλάξεων των γονιδίων των BRCA 1 και 2 γονιδίων έχουν πλέον προσφέρει επιπλέον θεραπευτικές λύσεις με την εφαρμογή της ανοσοθεραπείας και των PARP αναστολέων αντίστοιχα στους ασθενείς αυτούς.
Στον καρκίνο του ήπατος, πλέον στην πρώτη γραμμή ο συνδυασμός ανοσοθεραπείας (Atezolizumab) μαζί με το μονοκλωνικό αντίσωμα bevacizumab έχει αυξήσει τόσο το ελεύθερο προόδου νόσου διάστημα (PFS), όσο και την ολική επιβίωση (OS) συγκρινόμενα με το sorafenib, το οποίο για πολλά χρόνια ήταν η επικρατέστερη θεραπεία στη συγκεκριμένη νόσο.
Τέλος, στον καρκίνο των χοληφόρων, πέρα από τη χορήγηση ανοσοθεραπείας, ο έλεγχος αναδιάταξης του γονιδίου FGFR, έχει προσφέρει μία επιπλέον θεραπευτική επιλογή στους ασθενείς αυτούς με τη χορήγηση από του στόματος της ουσίας pemigatinib.
«Συμπερασματικά, βλέπουμε ότι στην εποχή της εξατομικευμένης θεραπείας, έχουν αυξηθεί οι θεραπευτικές μας επιλογές, είναι όμως αδήριτη ανάγκη η εξεύρεση των κατάλληλων βιοδεικτών, έτσι ώστε μελλοντικά να είμαστε σε θέση να μπορούμε να χορηγούμε το κατάλληλο φάρμακο στον κατάλληλο ασθενή», καταλήγει ο κ. Κεντεποζίδης.