Για την ακρίβεια είναι 50 παιδιά που έχουν εμφανίσει το συγκεκριμένο σύνδρομο και άλλα τόσα περίπου που έχουν συμπτωματολογία που θα μπορούσε να αποδοθεί σε MIS-C. «Η σοβαρότητα αυτής της κατάστασης, πάντως, μειώνεται με τη γνώση της θεραπευτικής αντιμετώπισης, δεδομένου ότι αυτά τα παιδιά και διαγνώστηκαν σωστά και πήραν τη σωστή θεραπεία και έτσι δεν υπήρξε κάποια θανατηφόρος έκβαση από όσο ξέρω» σχολίασε η ομότιμη καθηγήτρια Παιδιατρικής Λοιμωξιολογίας της Ιατρικής Σχολής Αθηνών και πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών, Μαρία Θεοδωρίδου.
Τι είναι το σύνδρομο MIS-C
To MIS-C είναι μία σπάνια αλλά σοβαρή πάθηση, κατά την οποία τα παιδιά που νοσούν με COVID-19, αναπτύσσουν φλεγμονή που επηρεάζει διαφορετικά όργανα. Τα παιδιά με αυτήν την πάθηση χρειάζονται ειδική φροντίδα και ίσως χρειαστεί να εισαχθούν σε ΜΕΘ. Αν και το πολυσυστημικό φλεγμονώδες σύνδρομο είναι μία σοβαρή πάθηση, με την σωστή ιατρική φροντίδα, τα παιδιά μπορούν να αναρρώσουν.
Πρόκειται για ένα κλινικό σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από πολυοργανική συμμετοχή, με εκδηλώσεις από το αναπνευστικό, το γαστρεντερικό ή το καρδιαγγειακό σύστημα, αιματολογικές ή βλεννογονοδερματικές αλλοιώσεις. Συγκεκριμένα, τα παιδιά που νοσούν εμφανίζουν πυρετό, πόνο στην κοιλιά, εμετούς, διάρροια, εξανθήματα, κόπωση κ.α.
Το σύνδρομο αυτό περιγράφηκε για πρώτη φορά τον Απρίλιο του 2020, ενώ ο ΠΟΥ περιέγραψε για πρώτη φορά αυτήν την κατάσταση τον Μάιο του ίδιου έτους και έδωσε έναν προκαταρκτικό κλινικό ορισμό.
Τα συμπτώματα του συνδρόμου
Συνολικά, τα παιδιά παραμένουν σε χαμηλό κίνδυνο εμφάνισης σοβαρής ή κρίσιμης νόσου Covid-19, ωστόσο κάποια υποκείμενα νοσήματα τα καθιστούν πιο ευάλωτα για τη νόσηση και για την εμφάνιση επιπλοκών στη συνέχεια όπως το σύνδρομο MIS. Για παράδειγμα, αναφέρονται ως τέτοια υποκείμενα νοσήματα η παχυσαρκία, η χρόνια πνευμονοπάθεια (συμπεριλαμβανομένου του άσθματος), οι καρδιαγγειακές παθήσεις και η ανοσοκαταστολή.
Το σύνδρομο έχει οριστεί από τον ΠΟΥ ως ένα κλινικό σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από πολυοργανική συμμετοχή, με εκδηλώσεις από το αναπνευστικό, το γαστρεντερικό ή το καρδιαγγειακό σύστημα, αιματολογικές ή βλεννογονοδερματικές αλλοιώσεις.
Οι πρώτες αναφορές ενός τέτοιου συνδρόμου στα παιδιά εμφανίστηκαν την άνοιξη. Οι ασθενείς εμφανίζουν πυρετό, πόνο στην κοιλιά, εμετούς, διάρροια, εξανθήματα, κόπωση κ.α.
Στους ενήλικες τα συμπτώματα είναι παρόμοια, ενώ παρουσιάζεται και πόνος στο στήθος και ταχυπαλμία, σε κάποιες περιπτώσεις.
Οι επιστήμονες τονίζουν την ανάγκη περαιτέρω έρευνας πάνω στο σύνδρομο MIS για ανηλίκους και ενήλικες ασθενείς, προκειμένου να βγουν ασφαλέστερα συμπεράσματα για τις αιτίες του, αλλά και για τις πιθανές μακροπρόθεσμες επιπτώσεις του. Σύμφωνα με την κ. Θεοδωρίδου, το συγκεκριμένο σύνδρομο εμφανίζεται δύο με έξι εβδομάδες μετά από τη νόσο, είτε αυτή είναι ήπια είτε όχι.
Ειδικότερα, το σύνδρομο MIS-C στα παιδιά εκδηλώνεται με συμπτώματα όπως:
- πυρετό
- πόνο στην κοιλιά
- ζάλη
- εμετούς
- διάρροια
- εξανθήματα
- κόπωση
Αποτελεί όψιμη εκδήλωση της νόσησης από κορονοϊό, καθώς εκδηλώνεται 2-4 εβδομάδες μετά την οξεία λοίμωξη.
Δεν έχουν όλα τα παιδιά τα ίδια συμπτώματα, ενώ οι γιατροί μπορεί να κάνουν μια σειρά εξετάσεων:
Εξετάσεις αίματος
Ακτινογραφία θώρακος
Υπερηχογράφημα καρδιάς
Υπερηχογράφημα κοιλίας
Έτσι μπορεί κανείς μόνο να «εμποδίσει» το σύνδρομο αυτό
Ο εμβολιασμός έναντι του κορονοϊού αποτελεί τον μόνο σίγουρο τρόπο για να αποτραπεί το επικίνδυνο αυτό σύνδρομο για τη ζωή των ανηλίκων. Η καθηγήτρια παιδιατρικής κ. Θεοδωρίδου διευκρίνισε εξάλλου ότι ένα από τα επιχειρήματα για τον εμβολιασμό των παιδιών κατά της COVID είναι η προστασία έναντι της εμφάνισης αυτού του συνδρόμου.
«Ένα από τα ισχυρά επιχειρήματα για την απόφαση του εμβολιασμού των παιδιών ήταν ακριβώς αυτή η σοβαρή κατάσταση του πολυσυστηματικού φλεγμονώδους συνδρόμου, που δεν αφήνει κανένα σύστημα του οργανισμού που να μην συμμετέχει στη φλεγμονή και κυρίως το κυκλοφορικό» επανέλαβε χθες κατά την εβδομαδιαία ενημέρωση για τους εμβολιασμούς στο υπουργείο Υγείας η ομότιμη καθηγήτρια Παιδιατρικής Λοιμωξιολογίας της Ιατρικής Σχολής Αθηνών και πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών, κυρία Μαρία Θεοδωρίδου.