Πάνω από το 40 % των θανάτων από καρκίνο στην Ελλάδα θα μπορούσαν να έχουν αποτραπεί καθώς οφείλονται στην παχυσαρκία, την κακή διατροφή, το κάπνισμα, την ατμοσφαιρική ρύπανση και τον ανεπαρκή εμβολιασμό για τον ιό των ανθρωπίνων θηλωμάτων.
Σύμφωνα με το Ινστιτούτο Μετρήσεων και Αξιολόγησης της Υγείας (IHME), πάνω από το ένα τρίτο των θανάτων από καρκίνο στις γυναίκες και σχεδόν το ήμισυ των θανάτων από καρκίνο στους άνδρες οφείλονταν σε μεταβολικούς, συμπεριφορικούς και περιβαλλοντικούς παράγοντες το 2021.
Το κάπνισμα είναι ο κύριος παράγοντας κινδύνου θνησιμότητας από καρκίνο, καθώς ευθύνεται για το 26 % των θανάτων από καρκίνο στη χώρα. Ακολουθούν οι μεταβολικοί κίνδυνοι (8,4 %), οι διατροφικοί κίνδυνοι (5,9 %), οι επαγγελματικοί κίνδυνοι (3,7 %), η ατμοσφαιρική ρύπανση (2,6 %) και η υψηλή κατανάλωση αλκοόλ(2,6 %).
Πρέπει να σημειωθεί ωστόσο ότι τουλάχιστον η Ελλάδα σημειώνει σχετικά καλές επιδόσεις σε σύγκριση με άλλες χώρες της ΕΕ όσον αφορά την κατανάλωση οινοπνεύματος και την έκθεση σε παράγοντες επαγγελματικού κινδύνου, αλλά σημειώνει σχετικά χαμηλές επιδόσεις όσον αφορά το καθημερινό κάπνισμα, το υπερβολικό βάρος και την παχυσαρκία, την κατανάλωση φρούτων και την ατμοσφαιρική ρύπανση.
Τα ποσοστά καπνίσματος στην Ελλάδα παραμένουν από τα υψηλότερα στην ΕΕ
Το 2019 το ένα τέταρτο του πληθυσμού κάπνιζε καθημερινά, με υψηλότερη συχνότητα μεταξύ των ανδρών (31 %) συγκριτικά με τις γυναίκες (19 %).
Σύμφωνα με δεδομένα από την ευρωπαϊκή έρευνα υγείας με συνεντεύξεις (EHIS), το 20 % των ατόμων με χαμηλότερο μορφωτικό επίπεδο είναι καθημερινοί καπνιστές σε σύγκριση με το 22 % των ατόμων με επίπεδο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Κατά τις τελευταίες δεκαετίες, η αποτελεσματικότητα των προγραμμάτων διακοπής του καπνίσματος ήταν περιορισμένη λόγω της περιορισμένης εφαρμογής των αντικαπνιστικών κανονισμών. Ωστόσο, η εφαρμογή της απαγόρευσης του καπνίσματος σε δημόσιους εσωτερικούς χώρους, η οποία εφαρμόστηκε αποτελεσματικά το 2019, έχει οδηγήσει σε σημαντική πρόοδο.
Με βάση τις βαθμολογίες της κλίμακας ελέγχου του καπνού το 2021, η Ελλάδα κατατάσσεται στην 14η θέση μεταξύ 37 ευρωπαϊκών χωρών, γεγονός που καταδεικνύει τη σημαντική βελτίωση που έχει συντελεστεί σε σύγκριση με την κατάταξη του 2016, όταν η Ελλάδα βρισκόταν στην 31η θέση μεταξύ 35 χωρών.
Η βελτίωση μπορεί να αποδοθεί εν μέρει στις αυστηρότερες επιτόπιες επιθεωρήσεις σε εσωτερικούς δημόσιους χώρους, μπαρ και εστιατόρια, καθώς και στην επιβολή προστίμων. Ωστόσο, εξακολουθούν να υφίστανται παραβιάσεις —ιδίως σε μπαρ και νυχτερινά κέντρα. Το 2021, σύμφωνα με τα στοιχεία του Ευρωβαρόμετρου, το 22 % όσων απάντησαν έγιναν μάρτυρες καπνίσματος κατά την τελευταία επίσκεψή τους σε κατάστημα κατανάλωσης ποτών, όπως τα μπαρ.
Παρότι υπάρχουν διαθέσιμες υπηρεσίες διακοπής τους καπνίσματος, ο ρόλος τους απαιτεί ενισχυμένη στήριξη, με πρόσθετη χρηματοδότηση και περισσότερους ανθρώπινους πόρους.
Η παχυσαρκία και η κακή διατροφή αποτελούν σημαντικούς παράγοντες κινδύνου στην Ελλάδα
Το 2022, πάνω από το ήμισυ του ελληνικού πληθυσμού ταξινομήθηκε ως υπέρβαρο ή παχύσαρκο (55 %), με υψηλότερα ποσοστά μεταξύ των ανδρών (63 %). Τα ποσοστά υπερβολικού βάρους και παχυσαρκίας της Ελλάδας υπερβαίνουν εκείνα των γειτονικών χωρών με παρόμοια διατροφή, όπως η Κύπρος, η Ιταλία και η Ισπανία.
Η διαφορά αυτή μπορεί να αποδοθεί εν μέρει στις κακές διατροφικές συνήθειες. Πιο συγκεκριμένα, το 45 % του ελληνικού πληθυσμού καταναλώνει φρούτα λιγότερο από μία φορά ημερησίως.
Αντιθέτως, μόλις το 16 % του πληθυσμού στην Ιταλία, το 33 % στην Ισπανία και το 32 % στην Κύπρο καταναλώνει φρούτα λιγότερο απ’ ό,τι μία φορά ημερησίως.
Η τάση αυτή συνάδει με ευρήματα που υποδεικνύουν χαμηλή έως μέτρια τήρηση της μεσογειακής διατροφής μεταξύ των Ελλήνων, παρά τα αναγνωρισμένα οφέλη της για την υγεία.
Ωστόσο, όσον αφορά τη σωματική άσκηση οι επιδόσεις μας είναι καλύτερες από τον μέσο όρο της ΕΕ (31%). Συγκεκριμένα, το 58 % των Ελλήνων ηλικίας άνω των 15 ετών συμμετέχουν σε δραστηριότητες σωματικής άσκησης τουλάχιστον τρεις φορές την εβδομάδα.
Η παχυσαρκία και οι διατροφικές συνήθειες δείχνουν να επηρεάζονται από την κοινωνικοοικονομική κατάσταση και την εκπαίδευση σε θέματα υγείας. Το 2022, σχεδόν το 65 % των Ελλήνων με χαμηλότερο μορφωτικό επίπεδο ήταν υπέρβαροι ή παχύσαρκοι σε σύγκριση με το 49 % των Ελλήνων με υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο.
Ειδικά στις γυναίκες με χαμηλότερο μορφωτικό επίπεδο το ποσοστό αυξημένου βάρους και παχυσαρκίας ανέρχεται στο 61% ενώ στις γυναίκες με επίπεδο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (37 %). Τα μέσα ποσοστά στην ΕΕ είναι χαμηλότερα τόσο μεταξύ των γυναικών με χαμηλότερο μορφωτικό επίπεδο (53 %) όσο και αυτών με επίπεδο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (33 %).
Οι κοινωνικοοικονομικές ανισότητες όσον αφορά την παχυσαρκία και τις υγιεινές διατροφικές συνήθειες επιδεινώνονται από την παρατεταμένη οικονομική κρίση και την τρέχουσα κρίση που σχετίζεται με το υψηλό κόστος ζωής, οι οποίες έχουν πιθανώς μεταβάλει τα πρότυπα κατανάλωσης των νοικοκυριών όσον αφορά τις υγιεινές διατροφικές επιλογές (Kosti et al., 2021).
Οι Έλληνες έφηβοι είναι όλο και πιο παχύσαρκοι και αγύμναστοι
Επίσης ανησυχητική για την μελλοντική εξέλιξη της εικόνας της παχυσαρκίας στην Ελλάδα είναι ότι αυξάνονται τα ποσοστά υπέρβαρων και παχύσαρκων εφήβων. Η αύξηση που παρατηρείται είναι από τις υψηλότερες στην ΕΕ.
Από το 2014, τα άτομα άνω των 15 ετών στη χώρα που είναι υπέρβαρα ή παχύσαρκα στη χώρα μας έχει αυξηθεί από 24 % το 2014 σε 28 % το 2022. Πρόκειται για το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό στις χώρες της ΕΕ+26, μετά τη Μάλτα (31 %).
Επιπλέον, το ποσοστό των ατόμων ηλικίας 15 ετών που συμμετέχουν σε δραστηριότητες σωματικής άσκησης διάρκειας 60 λεπτών ημερησίως ήταν σταθερά χαμηλότερο στην Ελλάδα (12 %) από τον μέσο όρο της ΕΕ (15 %) το 2022.
Οι Έλληνες έφηβοι επέδειξαν επίσης σχετικά ανθυγιεινές διατροφικές συνήθειες: μόνο το 21 % κατανάλωνε φρούτα καθημερινά και μόνο το 28 % κατανάλωνε λαχανικά καθημερινά, σε σύγκριση με τον μέσο όρο της ΕΕ που ήταν 30 % (φρούτα) και 34 % (λαχανικά).
Ο συνδυασμός κακής διατροφής, έλλειψης σωματικής άσκησης και υψηλών επιπέδων υπερβολικού βάρους και παχυσαρκίας μπορεί να έχει σημαντικές μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στην υγεία.
Τα ποσοστά καπνίσματος μεταξύ των Ελλήνων εφήβων τόσο το 2014 (19,5 %) όσο και το 2018 (17,5 %) ήταν χαμηλότερος από τον μέσο όρο της ΕΕ (21,6 % το 2014 και 18,1 % το 2018). Το 2022 το 16,5 % των εφήβων είχε καπνίσει τουλάχιστον μία φορά τις τελευταίες 30 ημέρες —ποσοστό ελαφρώς χαμηλότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ (16,8 %). Η χρήση ηλεκτρονικών τσιγάρων αποτελεί σημαντική πρόκληση που απαιτεί στενή παρακολούθηση και δράση για τη δημόσια υγεία. Το 2022 το 19,5 % των εφήβων ηλικίας 15 ετών χρησιμοποίησε ηλεκτρονικά τσιγάρα τουλάχιστον μία φορά τον τελευταίο μήνα.
Η ατμοσφαιρική ρύπανση σκοτώνει περισσότερους στην Ελλάδα
Η έκθεση στην ατμοσφαιρική ρύπανση μετρούμενη ως αιωρούμενα σωματίδια διαμέτρου μικρότερης των 2,5 μικρομέτρων (PM2.5) ήταν 14,2 μg/m3 το 2020 —αριθμός που αντιπροσωπεύει μείωση κατά 29 % από το 2010, ωστόσο η έκθεση εξακολουθεί να είναι κατά 21 % υψηλότερη από τον μέσο όρο της ΕΕ.
Το 2021, 93 πρόωροι θάνατοι ανά 100 000 άτομα οφείλονταν στην έκθεση σε σωματίδια PM2.5, σε σύγκριση με 57 ανά 100 000 κατά μέσο όρο σε όλες τις χώρες της ΕΕ.
Χαμηλά η εμβολιαστική κάλυψη κατά του HPV
Απαιτείται περισσότερη δράση για την αύξηση της εμβολιαστικής κάλυψης κατά του ιού των ανθρώπινων θηλωμάτων Το 2022 η Εθνική Επιτροπή Εμβολιασμών αναθεώρησε τα κριτήρια για τον εμβολιασμό κατά του HPV, θεωρώντας ότι θα πρέπει να είναι επιλέξιμα τόσο τα αγόρια όσο και τα κορίτσια ηλικίας 9-18 ετών.
Παρότι επί του παρόντος το εμβόλιο καλύπτεται πλήρως από την ασφάλιση υγείας για όλες τις ηλικίες, η επιστροφή των εξόδων θα περιοριστεί σταδιακά στα άτομα ηλικίας 9-14 ετών. Πρόσφατα στοιχεία που βασίζονται στη συνταγογράφηση δείχνουν ότι η εμβολιαστική κάλυψη είναι 55 % για τα κορίτσια ηλικίας 11-18 ετών και μόνο 44 % για τα κορίτσια ηλικίας 11-14 ετών, ποσοστό σημαντικά χαμηλότερο από τον στόχο του ΠΟΥ για πλήρη εμβολιασμό του 90 % των κοριτσιών έως την ηλικία των 15 ετών.
Διάφοροι παράγοντες συμβάλλουν σε αυτά τα χαμηλά ποσοστά κάλυψης, όπως η έλλειψη αποτελεσματικών εκστρατειών ευαισθητοποίησης, οι ανεπαρκείς γνώσεις και η ανεπαρκής εκπαίδευση σε θέματα υγείας, τα εμπόδια στην πρόσβαση, πολιτισμικά στοιχεία και η περιορισμένη παροχή πληροφοριών από τους παρόχους υγείας
Συμπερασματικά…
Πολλά νέα περιστατικά καρκίνου θα μπορούσαν να προληφθούν μεταξύ του 2023 και του 2050 εάν επιτευχθούν οι στόχοι μείωσης των παραγόντων κινδύνου καρκίνου Σύμφωνα με μοντέλα του ΟΟΣΑ για τη δημόσια υγεία (SPHeP) αν επιτευχθούν οι στόχοι δημόσιας υγείας το διάστημα από το 2023 έως το 2050 θα έχουμε τα εξής κέρδη :
- 67 413 νέα περιστατικά καρκίνου λιγότερα λόγω καπνίσματος μεταξύ του 2023 και του 2050.
- 17 676 περιστατικά λιγότερα από αλκοόλ
- 16 270 περιστατικά λιγότερα λόγω ατμοσφαιρικής ρύπανσης
- 5 024 περιστατικά λιγότερα λόγω παχυσαρκίας