Με βάση σχετική έρευνα που δημοσιεύτηκε πρόσφατα στο Social Psychological and Personality Science, οι επιστήμονες φαίνεται πως βρήκαν μια πιο συγκεκριμένη απάντηση στο ερώτημα.
Στη μελέτη που περιελάμβανε περισσότερους από 300 συμμετέχοντες, οι ερευνητές Jia Y. Chong και R. Chris Fraley προσπάθησαν να ορίσουν ένα χρονοδιάγραμμα για το πόσο χρόνο χρειάζεται πραγματικά κάποιος από εμάς για να εγκαταλείψει πλήρως την προσκόλλησή του με έναν πρώην σύντροφο - και τα τελικά αποτελέσματα μάλλον δεν θα μας αρέσουν…
Μια όχι τόσο εύκολη υπόθεση...
Σύμφωνα με τη μελέτη, μετά από 4,18 χρόνια χωρισμού η προσκόλληση στον πρώην μας φαίνεται να υποχωρεί μόνο κατά το ήμισυ. Με άλλα λόγια, κατά μέσο όρο, μπορεί να χρειαστούν τελικά έως και οκτώ ολόκληρα χρόνια για να ξεπεράσει κανείς έναν πρώην εραστή ή ερωμένη.
Όπως εξηγούν οι συγγραφείς, τα αποτελέσματα επηρεάζονται από μια ποικιλία μεταβλητών. Στις περισσότερες περιπτώσεις, ωστόσο, το χρονοδιάγραμμα των οκτώ ετών επηρεάστηκε πιο έντονα από δύο παραμέτρους: το είδος της προσκόλλησης και το αν συνεχίζεται η επαφή με τον πρώην σύντροφο.
1. Συναισθηματική αποτύπωση
Για πολλούς ανθρώπους, οι ρομαντικές σχέσεις μπορεί να προκαλέσουν δια βίου νευρολογικές και συναισθηματικές επιπτώσεις.
Σύμφωνα με τη διάσημη έρευνα fMRI του 2005 από την ανθρωπολόγο Helen Fisher, η αγάπη θεωρείται τουλάχιστον έτσι όπως την αντιλαμβάνεται ο εγκέφαλος μας, μια κατάσταση όχι συναισθηματική αλλά κυρίως παρακίνησης για δράση.
Αιτία μια σειρά από νευροδιαβιβαστές που ενεργοποιούνται όπως η ωκυτοκίνη, η ντοπαμίνη και η νορεπινεφρίνη, καθένας από τους οποίους στοχεύει στα κέντρα προσκόλλησης ή ανταμοιβής του εγκεφάλου μας.
Ειδικότερα, η απελευθέρωση ντοπαμίνης, μπορεί να έχει νευρολογικά αποτελέσματα που προσομοιάζουν με εκείνα του εθισμού στα ναρκωτικά. Την ίδια στιγμή, οι τιμές της κορτιζόλης και της σεροτονίνης μειώνονται — γεγονός που μπορεί αντίστοιχα να οδηγήσει σε λιγότερο άγχος και σε αύξηση της επιθυμίας να ασχοληθούμε με τον άλλο, σχεδόν σε επίπεδο εμμονής.
Με αυτή την έννοια, δεδομένου ότι ο εγκέφαλός μας, όπως είπαμε, θεωρεί την αγάπη περισσότερο ως κατάσταση κινήτρου παρά ως κατάσταση συναισθήματος, θα προσπαθεί αδιάκοπα να μας πείσει να κάνουμε ό,τι χρειάζεται για να μείνουμε ερωτευμένοι.
Φυσικά, με αυτό το ισχυρό κοκτέιλ νευροδιαβιβαστών, αντιλαμβανόμαστε πόσο εύκολο είναι να βιώνουμε τελικά μια σχέση ως τον κύριο και τελικό σκοπό της ύπαρξής μας, αφού οι νευροχημικές διαδικασίες αλλάζουν κυριολεκτικά τη λειτουργία του εγκεφάλου μας.
Το αποτέλεσμα είναι όταν η σχέση τελειώνει, να βιώνουμε αισθήματα συντριβής.
Θα ήταν λάθος να υποτιμήσουμε αυτή την κατάσταση. Για σκεφτείτε, πόσο τραυματικό μπορεί να είναι να χάνουμε ξαφνικά αυτό το μπουστ ντοπαμίνης που απολαμβάναμε κάθε φορά που ακούγαμε τη φωνή του άλλου ή βλέπαμε το όνομά του στην οθόνη του κινητού μας...
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο, ακόμη και όταν γνωρίζουμε ότι ένας χωρισμός είναι η καλύτερη επιλογή, ο εγκέφαλός μας εξακολουθεί να διαμαρτύρεται, προσπαθώντας να μην χάσει την κύρια πηγή ερεθισμάτων στο τμήμα ανταμοιβής του.
Και όπως κάθε εθιστικό μοτίβο, αυτή η διαδικασία απαιτεί υπομονή καθώς ο εγκέφαλος χρειάζεται μερικές φορές ακόμα και χρόνια, μέχρι να αποσυναρμολογήσει πλήρως αυτή τη νοητική και συναισθηματική υποδομή που είχε χτιστεί σε απόλυτη συνάρτηση με κάποιον άλλο άνθρωπο.
2. Η φάση του πένθους
Ακόμη και όταν είναι φιλικοί, οι χωρισμοί μπορούν να μας αφήσουν αμέτρητα άλυτα συναισθήματα: έντονη επιθυμία για κλείσιμο στον εαυτό μας, θυμό, ίσως ακόμα και και βαθιά κατάθλιψη.
Από πολλές απόψεις, το πένθος που βιώνουμε μετά έναν χωρισμό αντικατοπτρίζει το σκηνικό μοντέλο της θλίψης όπως περιγράφηκε από τους Kübler-Ross:
- Άρνηση: «Δεν υπάρχει περίπτωση να μου συμβαίνει αυτό»
- Θυμός: Το συναίσθημα που ναι μεν προσφέρει μια πρόσκαιρη αίσθηση ελέγχου, αλλά δεν επουλώνει την πληγή.
- Διαπραγμάτευση: Όταν παίζουμε ξανά την κασέτα της σχέσης μας στο κεφάλι μας προσπαθώντας να μαντέψουμε την κατάληξη αν είχαμε κάνει κάτι διαφορετικά
- Κατάθλιψη: Όταν το βάρος της πραγματικότητας πια μας πλακώνει και βιώνουμε το εύρος της απώλειας.
- Αποδοχή: Η αρχή του τέλους της θλίψης, όταν πια μπορούμε να φανταστούμε ένα μέλλον που δεν περιλαμβάνει τον πρώην σύντροφο μας.
Ένα από τα προβλήματα ωστόσο είναι ότι αυτά τα στάδια σπάνια ξεδιπλώνονται με τακτοποιημένο, γραμμικό τρόπο. Μπορεί δηλαδή να νιώθουμε ότι πράγματι έχουμε προχωρήσει και μια παλιά φωτογραφία ή μια μυρωδιά να μας γυρίσει ξανά πίσω στην αγωνία της απώλειας.
3. Σύντηξη ταυτότητας
Ο όρος περιγράφει ένα συνηθισμένο φαινόμενο στις μακροχρόνιες σχέσεις, μια δυναμική σχέσης όπου τα όρια μεταξύ ατομικότητας και συντροφικότητας γίνονται υπερβολικά ασαφή, οδηγώντας σε σταδιακή απώλεια της αυτονομίας κάθε συντρόφου.
Με άλλα λόγια, το «εγώ και εσύ» αργά αλλά σταθερά γίνεται «εμείς». Και ξαφνικά, αντί να νιώθουμε σαν δύο ξεχωριστά άτομα, αρχίζουμε να αποκτούμε μια κοινή, συνεξαρτώμενη ταυτότητα.
Όταν συμβαίνει αυτό, οι σύντροφοι αρχίζουν να δίνουν μεγαλύτερη σημασία στις ανάγκες της σχέσης παρά στις δικές τους. Οι προσωπικές τους σκέψεις, τα συναισθήματα και οι επιθυμίες υποβαθμίζονται και οι σύντροφοι γίνονται προέκταση ο ένας του άλλου όσον αφορά τις απόψεις, τους στόχους και τα συναισθήματα. Μπορεί ακόμη και να καταπιέζουν τις ανάγκες τους για να διατηρήσουν αυτή τη αίσθηση αρμονίας.
Φυσικά, όταν σε μια τέτοια σχέση προκύπτει χωρισμός, είναι αναμενόμενο να βιώνονται αισθήματα απώλειας της ίδιας της ταυτότητας μας.
Στα ερωτήματα «Ποιος είμαι χωρίς αυτή τη σχέση;» και «τι θέλω τώρα που δεν σκέφτομαι με όρους "εμείς";» οι απαντήσεις δεν είναι μονοσήμαντες.
Για κάποιους, ακόμη και οι καθημερινές αποφάσεις γίνονται δύσκολες χωρίς το σημείο αναφοράς της σχέσης. Και η ανοικοδόμηση της χαμένης ατομικότητας δεν συμβαίνει γρήγορα, για την ακρίβεια καθυστερεί περισσότερο εάν η συναισθηματική εμπλοκή ήταν βαθιά ή μακροχρόνια.
Πηγές: journals.sagepub.com, forbes.com